Ένα 22χρονο αγόρι στην Αθήνα δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει κοπέλα και δεν έχει φαΐ να φάει, αλλά έχει ένα καναρίνι και πολύ ωραία φωνή κόντρα τενόρου. Όταν μένει και χωρίς σπίτι, πρέπει να βρει κρυψώνα για το καναρίνι του. Κι όταν το καναρίνι παγιδεύεται μες στην κρυψώνα, το αγόρι πρέπει να βρει βοήθεια. Πρέπει να βρει κάποιον να του εξομολογηθεί ότι δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει κοπέλα και δεν έχει φαΐ να φάει.

 

Δεν πρέπει να συγχέουμε το Αγόρι του Έκτορα Λυγίζου με το νέο κύμα του ελληνικού σινεμά στο στυλ και τη θεματολογία - δεν έχει σχέση με τον ιδιότυπο σουρεαλισμό και το αλληγορικό trope που χρησιμοποίησαν πρόσφατα ο Λάνθιμος, η Τσαγγάρη και ο Μακρίδης.

 

Βασισμένη στην εμβληματική Πείνα του νομπελίστα Νορβηγού Κνουτ Χάμσουν, η ταινία φέρνει αμέσως στον νου το κοινωνικό αδιέξοδο της περιθωριοποιημένης νέας γενιάς στο έργο των αδελφών Νταρντέν και τη σπαρτιάτικη αυθεντικότητα του Ρομπέρ Μπρεσόν, χωρίς ωστόσο να διαθέτει τη σεναριακή πληρότητα των πρώτων και τη διεξοδική αυστηρότητα του δεύτερου.

 

Αν και επαναλαμβανόμενο από ένα σημείο κι έπειτα, το Αγόρι είναι μια μοναδική κατάθεση για την Αθήνα στα χρόνια της χολέρας, χωρίς να φλυαρεί με επιφανειακές περιγραφές επί του θέματος ή να καταφεύγει σε μεταφορά για να σχολιάσει την κατάσταση (αν εξαιρέσεις τον διακριτικό συσχετισμό του κελαηδήματος), γι’ αυτό και νομίζω πως στο μέλλον θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ψυχική χρεοκοπία, συνδυάζοντας τη νατουραλιστική απλότητα στην κινηματογράφηση με βάθος νοήματος.

 

Ο πρωταγωνιστής (αγωνιώδης ο Γιάννης Παπαδόπουλος) ζει στην απόλυτη ανέχεια, μόνος κι έρημος σε ένα περιβάλλον που του αρνείται ακόμα και το μοναδικό του όπλο, τη φωνή και το τραγούδι, το αντίδωρο της Τέχνης που θα μπορούσε να είναι το μόνο του αντάλλαγμα για ένα κομμάτι ψωμί.

 

Η κάμερα του Λυγίζου ακούει προσεκτικά τη σιωπή του αδέσποτου νέου άνδρα και τον παρακολουθεί σε μια ανερμάτιστη καθημερινότητα επιβίωσης και σταδιακής ταπείνωσης, με αφτιασίδωτη, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, αίσθηση της αλήθειας.