Η βετεράνος χειρίστρια κλήσεων έκτακτης ανάγκης, Τζόρνταν (Χάλι Μπέρι), εργάζεται σ’ ένα αντικείμενο που δεν είναι για τις ασθενέστερες καρδιές: να καθοδηγεί την αγωνία του κόσμου και να σώζει ζωές. Αλλά όταν το τηλεφώνημα μιας νεαρής γυναίκας για έναν ύποπτο τελειώνει με τραγικό τρόπο, η Τζόρνταν είναι συντετριμμένη. Επανεξετάζοντας τη ζωή της, αναρωτιέται αν αυτό είναι το τελευταίο οδυνηρό τηλεφώνημα στη δουλειά της. Έχοντας δίπλα της έναν υποστηρικτικό σύντροφο (Μόρις Τσέστνατ), σκέφτεται πως ίσως ήρθε η ώρα να κάνει ένα βήμα πίσω, να χαρεί τη ζωή της και να διδάξει στους άλλους τα υπέρ και κατά του -υψηλής πίεσης- επαγγέλματός της. Αλλά η τηλεφωνική υποστήριξη που προσφέρει σε αγνώστους δεν έχει τελειώσει ακόμα. Όταν μια συνηθισμένη έφηβη Αμερικανίδα, η Κέισι (Άμπιγκεϊλ Μπρέσλιν), απάγεται από έναν κατά συρροή δολοφόνο (Μάικλ Έκλαντ), θα καταφέρει να καλέσει το 100 από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του δολοφόνου. Η Τζόρνταν, οδηγώντας μια ομάδα νέων αστυνόμων σε μια μεγάλη επιχείρηση της υπηρεσίας, προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της κλήσης.

Ο σκηνοθέτης του Machinist στήνει την καταδίωξη με τέμπο και προσοχή στις λεπτομέρειες, ενσωματώνοντας το προσωπικά φαντάσματα της Τζόρνταν στην αγωνία μιας νέας κοπέλας που απάγεται. Μέχρι τη μέση της ταινίας ο θεατής μεταφέρεται σε μια περιπέτεια παρακολούθησης, με την αίσθηση πως είναι πιο εύκολο να βρεις ψύλλους στ’ άχυρα παρά το άτυχο κορίτσι. Και μετά, το σενάριο σκοντάφτει πάνω σε μια σειρά υπερβολών, σε ένα υβρίδιο των Παραδεισένιων Οστών του Πίτερ Τζάκσον με τη Σιωπή των Αμνών, λίγο πριν από το αθέλητα αστείο και εξαιρετικά παρατραβηγμένο φινάλε (ας μη διακινδυνεύσω spoiler).