Τρία διαφορετικά πρόσωπα, ένας μαθητής, μια νέα γυναίκα κι ένας μεσόκοπος ψιλικατζής, ζουν στην ίδια πόλη και υφίστανται, φαντάζομαι, ανάλογη καταπίεση. Κάποια στιγμή, ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κωνσταντάτος θα τους φέρει κοντά. Τον ένα θα τον στείλει στο Λούτον – για να μην απορείτε πώς προκύπτει ο τίτλος. Ο Μίκαελ Χάνεκε από το Α ως το Ω, και πιο συγκεκριμένα το Benny’s Video, είναι ο οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά στην ταινία, καθώς η βία ως ανεξήγητο κοινωνικό φαινόμενο απασχολεί το Luton, που ορθώς δεν ψάχνει απαντήσεις, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι ο φασισμός δεν είναι πλέον ένα ιδεολογικό ή εντελώς ταξικό εφεύρημα αλλά μια συνάντηση ανθρώπων που αποσκοπεί στο κοινό ξέσπασμα των σωρευμένων απωθημένων τους εναντίον τυχαίων στόχων. Η μετατόπιση αυτή βοηθάει τον Κωνσταντάτο. Ωστόσο, η ταινία δεν διαθέτει την εσωτερική δύναμη ούτε και την πρωτοτυπία για να κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι το σημείο βρασμού, το οποίο λειτούργησε ως τομή και δραματικό ξύπνημα και ομολογώ πως ήταν και το μόνο ενδιαφέρον σημείο, μετά τις εξαντλητικές σεκάνς στην επί τούτου ξεπλυμένη Αθήνα.