Στο σκοτεινότερο και βαρύτερο σε τόνο και διάθεση δεύτερο μέρος, η Τζο, που την υποδύεται πλέον η Σαρλότ Γκενσμπούρ, γίνεται σύζυγος του άνδρα που της αφαίρεσε την παρθενιά, ατάλαντη και απρόθυμη μάνα ενός αγοριού και, δυστυχώς για εκείνην, μια απελπισμένη γυναίκα επειδή χάνει την ηδονή, γι’ αυτό και προσπαθεί να την ανακτήσει με όποιον τρόπο μπορεί, όπως με άγνωστους Αφρικανούς που περιμαζεύει από τον δρόμο, με τη βοήθεια μεταφραστή, σε μία από τις πιο ηθελημένα, αλλά όχι και τόσο επιτυχημένα, απόπειρες για αστεϊσμό, από τον Φον Τρίερ. Αντίθετα, η σοβαρή αλλαγή που επιχειρείται στην κινηματογραφική συνέχεια έρχεται με τη σαδομαζοχιστική της εμπειρία στις μεταμεσονύχτιες συνεδρίες της με τον αγέλαστο βασανιστή Τζέιμι Μπελ στον ρόλο ενός μυστηριώδη νέου άνδρα που δείχνει να γνωρίζει πώς ακριβώς να προκαλέσει τον σωστό πόνο στις γυναίκες που τον αποζητούν. Η ταινία δεν συνέρχεται ποτέ από την ένταση των σκηνών αυτών, που προκαλούν ένταση και εμπάθεια στην αποστασιοποιημένη Τζο. Είναι η μόνη στιγμή που αισθάνομαι πως ο Λαρς φον Τρίερ βοηθάει τον θεατή να ταυτιστεί με μια ψυχρή γυναίκα που δεν αγαπά τον εαυτό της γι’ αυτό που το σώμα της αγαπά περισσότερο, λες και το μυαλό της είναι ξεκομμένο από την κάψα που νιώθει. Και παρ’ ότι η Τζο διατείνεται πως δεν είναι εθισμένη στο σεξ αλλά νυμφομανής, η διαφορά δεν είναι αισθητή γιατί η καρδιά της είναι νεκρή (το αίμα πηγαίνει αλλού...). Ευτυχώς, ο ανακριτής/εξορκιστής/εξομολόγος Σάλιγκμαν (Σκάρσγκαρντ) έχει έναν πιο πονηρό ρόλο από αυτόν που πρωτοφαίνεται και βοηθάει στο να ηρεμήσει η τραυματισμένη πρωταγωνίστρια. Ίσως και να αναθεωρήσει, να βγάλει επιτέλους από πάνω της την αυτοκαταστροφική εμμονή της. Ή μήπως όχι; Νομίζω πως ο Δανός γελάει με το γεγονός πως εμείς μπαίνουμε στο τριπ του και ψάχνουμε μια απάντηση σε κλινικούς και υπαρξιακούς γρίφους. Από αφήγηση, πάντως, δεν μας αφήνει σε ησυχία.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
4