Στα 66 του χρόνια ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ έχει επιστρέψει για τα καλά στο σινεμά μετά τη θητεία του ως κυβερνήτης στην Καλιφόρνια. Στο Σαμποτάζ, ως Τζον «Μπρίτσερ» Γουότσον ηγείται μιας ειδικής ομάδας μυστικών πρακτόρων με ειδίκευση στον εντοπισμό και την εξολόθρευση καρτέλ παράνομης παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών. Μια αποστολή που είχε άσχημη κατάληξη στιγμάτισε τα μέλη της ομάδας, που κατηγορήθηκαν πως υπεξαίρεσαν εκατομμύρια κλεμμένα δολάρια – που δεν βρέθηκαν ποτέ. Με την αποκατάστασή τους, ο Μπρίτσερ μαζεύει τα παλικάρια με τα περίεργα ψευδώνυμα (Τέρας, Ζάχαρης, Λαιμός, Φωτιάς κ.λπ.) και την κοπέλα που μπορεί να ονομάζεται Λίζι αλλά είναι η πιο τραχιά από όλους και τους αναθέτει ένα ακόμη ξεκαθάρισμα. Ωστόσο, ξεκινάει μια επικίνδυνη φαγωμάρα ανάμεσά τους και τα πτώματα που προστίθενται ανησυχητικά όσο περνάει η ώρα απειλούν να διαλύσουν την εύθραυστη συνοχή τους.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο Σαμποτάζ και μια αντίστοιχη περιπέτεια του είδους που θα είχε γυριστεί 30 ή 40 χρόνια πριν είναι η καταραμένη πολιτική ορθότητα που μαστίζει σχεδόν ηθικολογικά οτιδήποτε παρεκκλίνει από την κοινωνική νόρμα, ακόμα και μια ομάδα από αναγκαστικά σκληροτράχηλους αστυνομικούς που παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα ανά πάσα στιγμή. Με το που βλέπουμε τον Μπρίτσερ και την κομπανία να βρίζουν, να καπνίζουν, να είναι και λίγο άπιστοι, και, κυρίως, να αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη απώλεια ως μέρος της καθημερινότητάς τους, με τον απαραίτητο κυνισμό για να συνεχίσουν χωρίς ψυχολογικούς κλυδωνισμούς, αντιλαμβανόμαστε πως τα ψωμιά των περισσοτέρων από αυτούς, για να μην πω όλων, είναι μετρημένα, σαν να είναι αμαρτωλοί που ξέχασαν να εξομολογηθούν για το βρόμικο καθήκον τους. Κρίμα, γιατί ο αέρας μιας παλιομοδίτικης, αυθεντικότερης, αν και μέσα στην υπερβολή της, και πιο σαρκικής ομάδας που διαφαίνεται στην εισαγωγή είναι ευπρόσδεκτος σε σχέση με τις γραφειοκρατικές και αποστειρωμένες νεότερες παραλλαγές του είδους, παραπέμποντας σε κάτι ανάμεσα στην Άγρια Συμμορία και το Σέρπικο – το μακελειό και η διαφθορά. Αναμφίβολα, οι χοντράδες του σεναρίου και ο σαδισμός που συνορεύει με το ειδεχθές δεν αφήνουν περιθώρια για αποχρώσεις. Ακόμα και η αντίθεση της κοντοκουρεμένης, τεχνοκράτισσας αστυνομικού (Ολίβια Ουίλιαμς) με τους αθυρόστομους μυστικούς, τους οποίους υποψιάζεται με το καλημέρα, φαντάζει τέχνασμα διευκόλυνσης της πλοκής παρά μια αληθοφανής θεωρία. Ο Σβαρτσενέγκερ δεν κάνει τίποτα παραπάνω από αυτά που έκανε στο παρελθόν, αν και το twist είναι φτιαγμένο για να τον ευνοήσει, σαν έξυπνη παράκαμψη από την προδιαγεγραμμένη μοίρα των υπολοίπων.