Εμπνευσμένος από ένα αληθινό περιστατικό, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος προσπαθεί να δέσει 4 νέους ανθρώπους γύρω από την απειλή ενός όπλου. Συγκεκριμένα, ο Μάρκος, που ονειρεύεται καριέρα σε μεγάλο αθηναϊκό κανάλι, αναγκάζεται να καταφύγει στο χωριό της μητέρας του, κάπου στην Πίνδο, για να αναζητήσει το πιστόλι που έκλεψε ένα από τα ανυποψίαστα «θύματα» της –τύπου candid camera– εκπομπής του περιφερειακού δικτύου στο οποίο εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εγκλωβισμένος στο χωριό, ο Μάρκος συναναστρέφεται τους λίγους κατοίκους και κυρίως τον λιγομίλητο Ηλία (ένα αγρίμι που του κάνει τη ζωή δύσκολη) και την Τίνα, που έχει εγκαταλείψει κρυφά από την οικογένειά της τις σπουδές της στο Λονδίνο και έχει έρθει στο χωριό για να βοηθήσει τον αδελφό της Σπύρο να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Στο χωριό μαθαίνει οικογενειακά μυστικά και προσαρμόζεται σε μια διαφορετική νοοτροπία. Η παγίδα που στήνει στην εκπομπή του τον οδηγεί στο απεχθές χωριό. Το ενδιαφέρον στο χαρακτήρα του είναι πως ένα τόσο τυπικό δείγμα της πρωτευουσιάνικης φιλοδοξίας, στο μεταίχμιο της ουσιαστικής ενηλικίωσης, έχει επιλέξει μια δουλειά που αναπαράγει την εφηβική σκανταλιά αλλά, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συνέπειά της, κωλώνει και δεν ξέρει πώς να την μπαλώσει – η ευγένεια δεν του είναι πλέον χρήσιμη. Από την άλλη, ο Ηλίας δεν θα μπορούσε θεωρητικά να σταθεί στον ψευτοκοσμοπολίτικο κόσμο των media, αφού του λείπει το γονίδιο της επικοινωνίας και η επίκτητη τεχνική της καπατσοσύνης. Φέρνει όμως το είδωλό του, τον Mάρκο, στα όρη και στ’ άγρια βουνά, και μοιράζονται οι δυο τους πλέον στα ίσα την καταγωγή τους, με τα όπλα που διαθέτει ο καθένας. Οι δύο αυτοί νεοέλληνες είναι πολύ καλά σπουδαγμένοι από τον σκηνοθέτη, ο οποίος αποκαλύπτει τον Ιανό της σύγχρονης μετεφηβικής Αθήνας, το τερατάκι που θέλει να είναι μέσα σ’ όλα και πασχίζει να διακρίνει τη λεβεντιά του χωριού από τη ρετσινιά της βλαχιάς. Μέχρι εκεί, την εισαγωγή στα πρόσωπα και το μυστήριο που καλύπτει τη συμπεριφορά τους σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη πατρίδα και την οικονομία της, ο Κουτσιαμπασάκος κάνει καλή δουλειά. Από τη μέση, το σασπένς τον εγκαταλείπει, η υποκριτική αμηχανία του πρωταγωνιστή του Νικόλα Αγγελή τον «κρεμάει», και η φιλόδοξη υπο-πλοκή, να βάλει δηλαδή τον Ηλία να παρασύρει τους υπόλοιπους σε μια θεατρική αντιμετώπιση κυνηγών χαμένων θησαυρών και να αποτρέψουν όλοι μαζί την ανατίναξη ενός ερειπωμένου σπιτιού, απλά δεν προσφέρει κινηματογραφικά την ποθούμενη κάθαρση.