Αντίθετα από τον Μάικλ Μουρ, η Μπάρμπαρα Κοπλ δεν χώνει τη μύτη της στα θέματα που επιλέγει, προτιμώντας να παρατηρεί. Με αόρατο τρόπο -και τη δύναμη του μοντάζ- παίρνει θέση και αποκαλύπτεται διά των προσώπων που φέρουν το δράμα στους ώμους τους. Στο Σκάσε και Τραγούδα ποντάρει στην καλλιτεχνική φύση των τριών γυναικών που απαρτίζουν το συγκρότημα των Dixie Chicks, στη φιλία τους, στην αποφασιστικότητά τους να στηρίξει η μια την άλλη, αλλά και στην ιδιαιτερότητα του ίδιου του περιστατικού. Στα καθ' ημάς, το γυναικείο αυτό συγκρότημα με τις αστρονομικές πωλήσεις είναι σχεδόν αμελητέο λόγω του κάντρι χαρακτήρα του, γι' αυτό και το σχόλιο που εξαπέλυσε η τραγουδίστρια Νάταλι Μέινς, μεταξύ ψιθυριστού αστείου και πολιτικής δήλωσης σε μια τυπική συναυλία, πέρασε στα ψιλά και καταχωρίστηκε σαν αυτονόητος αντιαμερικανισμός. Στην πραγματικότητα έγινε χαμός από κάθε άποψη. Κάντρι και φιλελευθερισμός έχουν πάρει διαζύγιο εδώ και χρόνια, γυναίκες και πολιτική άποψη δεν συμβαδίζουν στα μάτια των περισσοτέρων, και οι χωριατογκόμενες (Dixie Chicks, σε ελληνική απόπειρα μετάφρασης) δεν προϊδέαζαν κανέναν για τα φρονήματά τους. Ενώ τα κορίτσια δεν είναι και αυτό που θα λέγαμε κομμουνίστριες, εξόργισαν τόσο πολύ τους δεξιόστροφους παράγοντες και κάποιους οπαδούς τους, που αντιμετώπισαν τη μήνη και τη λογοκρισία σε εκτεταμένο βαθμό. Τα τραγούδια τους κόπηκαν σαν να ήταν ο Θεοδωράκης στη χούντα, και φυσικά θεωρήθηκαν εχθροί της πατρίδας. Η πλάκα σοβάρεψε σε οικονομικό, προσωπικό και ψυχολογικό επίπεδο και η καριέρα τους κινδύνεψε. Η Κοπλ εξετάζει τον αντίκτυπο και ερμηνεύει τις επιπτώσεις ως κυρώσεις. Έχοντας σπουδάσει κλινική ψυχολογία, έβαλε την κάμερα στα καμαρίνια τους και κατέγραψε τον προβληματισμό και τους κλυδωνισμούς. Το δίλημμα ήταν αν θα έπρεπε να εμμένουν σε κάτι που πολλοί φιλικά διακείμενοι έκριναν ως άστοχο, ή αν άξιζε τον κόπο να δοκιμαστούν στη φουρτούνα και, μετά την πρώτη συγγνώμη, να μην υιοθετήσουν μια μονίμως ηττοπαθή και απολογητική συμπεριφορά. Το ντοκιμαντέρ φωτίζει τρεις γυναίκες με ξεχωριστά εγώ που συγκλίνουν λόγω της φιλίας σε μια γροθιά, και μια κοινωνία που κοιτάζει διστακτικά τον καλλιτέχνη που -από μαλακία ή από άποψη, δεν έχει σημασία- υπερβαίνει τα όρια του απλού διασκεδαστή. Η αληθινή ειρωνεία είναι πως οι Chicks δεν είναι ο Ντίλαν ή ο Μπόνο. Ξάφνιασαν τους εαυτούς τους με ένα αυθόρμητο σχόλιο σε ανύποπτο χρόνο. Η τροπή υπήρξε δραματική. Από απουσιολόγοι με τους καλύτερους βαθμούς στην κάντρι έγιναν σκασιάρχες από την άτυπη σιωπή των συναδέλφων τους και στη συνέχεια σημαιοφόροι στον αγώνα κατά της προληπτικής και της κανονικής λογοκρισίας. Κάθε εποχή έχει και τους αντάρτες της. Κάποτε η Μπαέζ, τώρα τα συγκεκριμένα κορίτσια της κάντρι. Το ζήτημα που αντιλήφθηκαν οι τρεις τους, και γι' αυτό δέθηκαν στην κρίσιμη στιγμή, είναι πως έχουν το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους και, ακόμη καλύτερα, να τη χωρέσουν δημιουργικά στη δουλειά τους. Χωρίς να μιλάει, η Κοπλ στάθηκε δίπλα τους και έβγαλε το κοινωνικό θέμα στο ανθρώπινο μέγεθός του, με μοντάζ κανονικής ταινίας. Η ψευδαίσθηση που δημιουργεί (γι' αυτό, όπως και ο Μουρ, εγείρει ενστάσεις και φθόνο στο κύκλωμα των συναδέλφων της) είναι στο υβριδικό ύφος, που συνδυάζει μουσική, δράμα, εξομολογήσεις με την κάμερα παρούσα και αρχειακό υλικό - ώς και τον Μπους διαθέτει το κατάστημα, σε μια δήλωσή του πως δεν τον πειράζουν τα σχόλια του συγκροτήματος. Τους διαδηλωτές με τα πλακάτ, που τις διέσυραν με χυδαιολογίες και αντεθνική ρητορική, τους παραπείραξαν ωστόσο. Τα φετινά αθρόα Γκράμι προς το μέρος των Τσικς έδειξαν ακόμη μια φορά πως η Αμερική έχει πολλά και εξόχως κινηματογραφικά πρόσωπα προς εκμετάλλευση.