Ωραία ιστορία, με ζουμί και δυνατότητες εμβάθυνσης, που ο σκηνοθέτης Σον Πεν σπιλώνει με τον υπερβολικό του ζήλο να επιδείξει την αμέριστη συμπάθεια στον πρωταγωνιστή Κρις Μακάντελς, έναν απόφοιτο με λαμπρές σπουδές που αποφάσισε να τα βροντήξει, να πει ψέματα στους δικούς του (εκτός από την αδελφή του) και να τραβήξει βόρεια για να βρει: α) το νόημα της ζωής, β) τον εαυτό του, γ) τίποτε απ' τα δυο. Ίσως και τίποτε, τελεία και παύλα. Η αζύμωτη ψυχή ενός ανθρώπου κρύβει πολλές επιλογές και χρειάζεται μόνο ένα γραμμάριο τόλμης για να μην υπακούσει στο επικείμενο βόλεμα. Και ο Μακάντελς έλαβε το ψευδώνυμο Αλεξάντερ Σούπερτραμπ, φαντάστηκε τον εαυτό του ως εστέτ ταξιδευτή, αγνόησε τον κίνδυνο, απέρριψε όλα τα υλικά αγαθά και τα κομφόρ και, πριν από την εποχή των κινητών και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, δοκίμασε τις αντοχές του και έχασε τη μάχη με τη ζωή, χωρίς εμείς να γνωρίζουμε με σιγουριά ποια ακριβώς ψυχικά οφέλη αποκόμισε με το παρατεταμένο man to man που επέλεξε με το εαυτό του και την απόλυτη σιγαλιά.

Από τις σκόρπιες του σημειώσεις καταλαβαίνουμε πως το ταξίδι του ήταν μακρύ και περιπετειώδες, οι δε συναντήσεις του με διαφόρων λογιών ανθρώπους τον έφεραν αντιμέτωπο με μια πλευρά της κοινωνίας, ασύνδετη και πολυστρωματική, που δεν θα έβρισκε μπροστά του στην οδό που έμοιαζε να είναι προορισμένος εξαρχής. Κυρίως όμως αγκάλιασε τη φύση με τη δύναμη ενός Χέμινγουεϊ, χωρίς να μπει στον κόπο να την επινοήσει μέσω της μυθιστοριογραφίας. Πίσω από την ταινία κρύβεται το κίνημα του αγνού libertarianism (ελευθεριακότητα είναι ένας ημι-δόκιμος όρος), όπως το ευαγγελίστηκε η Έιν Ραντ με τον περίφημο ιντιβιντουαλισμό που απέρριπτε μεταξύ άλλων τη θρησκεία και το σοσιαλισμό στις αρχές του αιώνα (να μην τον μπερδέψουμε με τον δεξιόστροφο νεοφιλελευθερισμό ή την υιοθέτησή του από τους Αμερικανούς συντηρητικούς), μια φιλοσοφία για την αυτοδιάθεση χωρίς την πρόθεση να προσβληθεί ο άλλος.

Ο Μακάντελς ήταν ιδιοκτήτης του εαυτού του και ήλθε, σε ταχύρυθμο χρόνο, σε επαφή με το αγρίμι της εφηβείας, και παρέδωσε τη λογική στο έλεος της τύχης. Ο Σον Πεν θέλει να μας πει πως βασανίστηκε και το γλέντησε, έχοντας αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα. Το πρόβλημα είναι πώς το σκηνοθετεί. Τα δύο μεγάλα προβλήματα είναι η αδικαιολόγητα πολλή μουσική και τα τρικ που εφαρμόζει με την κινηματογράφηση, ίσως θέλοντας να δώσει έμφαση σε μια ανεμελιά και να μη βαρύνει υπερβολικά μια προδιαγραφόμενη τραγωδία, ένα on the road ραντεβού με την αργή αυτοκτονία. Επιθυμώντας προφανώς να κοιτάξει τον Μακάντελς με τη δική του ματιά, και όχι με το μίζερο ή το θλιμμένο βλέμμα εκείνων που άφησε πίσω του, έσπειρε πολλά τραγούδια του φίλου του του Έντι Βέντερ των Pearl Jam, κάτι σαν ροκ μοιρολόγια για τη χαμένη ψυχή και την κρυμμένη αισιοδοξία στον ανοιχτό ορίζοντα.

Προσωπικά, με την ταινία και τον Μακάντελς (και τον Χερς, που εμφανώς ταλαιπωρήθηκε για να βγάλει σε πέρας ένα επίπονο επίτευγμα) συναντήθηκα στις μεγάλες σκηνές που πέρασε μόνος του στο εγκαταλειμμένο λεωφορείο, αλλά και στη συνάντησή του, προς το φινάλε και μετά από πολλές σύντομες γνωριμίες, με ανθρώπους που προφητεύουν το διάβα και την εγγενή του γνώση για τη ζωή, με έναν βετεράνο και χήρο που υποδύεται με σεπτή λιτότητα ο συγκινητικότατος Χαλ Χόλμπρουκ - ένας παλαίμαχος ηθοποιός που θα μείνει στην ιστορία ως ο κατεξοχήν ερμηνευτής του χαρακτήρα του Μαρκ Τουέιν, σε εκατοντάδες ταινίες, παραστάσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις, εξού και η υποψηφιότητα για Όσκαρ. Στο υπόλοιπο έργο πρωταγωνιστεί το χρονικό του νέου αυτού παιδιού όπως το έγραψε αρχικά ο Τζον Κρακάουερ, η άγρια ομορφιά των τοπίων, και μια μεγάλη ατομική ιδέα πίσω από μια αμφίβολης καλλιτεχνικής αξίας ταινία. Ως ημερολόγιο νεανικής αυτογνωσίας και δρόμου προς τη γνώση, το αντίστοιχο φιλμ του Σάλες για τον Τσε είναι μεν λιγότερο φιλόδοξο αλλά πιο νοικοκυρεμένο και ευθύβολο.