Όχι πως το τελευταίο πόνημα της σινεκόμικ φάμπρικας δεν έχει τρωτά σημεία. Και τον καραφλό κακό του διαθέτει, και εξυπνάδες πετάει, και τα εφέ δεν είναι τα καλύτερα δυνατά (στα χέρια του μηχανικού του είδους Μάικλ Μπέι, η δράση και τα κόλπα θα ήταν σαφώς πιο χορταστικά). Τι είναι όμως τα εφέ; Ένα παφ. Μετά από μερικά χρονάκια, ξεχνιούνται και αντικαθίστανται από νέα παιχνίδια, όπως η παλιά τηλεόραση στο σαλόνι. Αν όμως η ταινία έχει και μια καρδιά στη σωστή θέση, όπως εμφατικά δείχνει η ταινία στην περίπτωση τουIron Man, που στο κέντρο του σώματός του φωτοβολεί ένας τεχνητός βηματοδότης και του υπενθυμίζει τη συνείδησή του, το αποτέλεσμα είναι ευπρόσδεκτα διαφορετικό από το σωρό των ταινιών που δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους από τα ψηφιακά σιδερικά και την εντελώς χάρτινη υποδομή τους.

Ο πρωταγωνιστής είναι ο Τόνι Σταρκ, ένας ιδιοφυής αλαζόνας που έχει την ψευδαίσθηση πως απλώς σχεδιάζει και δεν εμπορεύεται όπλα, ώσπου πέφτει στα χέρια των κακών στη ζώνη του πυρός, απελευθερώνεται χάρη στην εφευρετικότητά του και θέτει σκοπό της ζωής του να ξεπαστρέψει το φονικό μαγαζάκι που έστησε με τα χέρια του, για να μη βγάλει τα μάτια και του υπόλοιπου κόσμου.

Από τον Ρόμπερτ Ντάουνι εξάγεται η πρώτη σπουδαία ερμηνεία της χρονιάς. Ως ζάπλουτος μοναχικός καβαλάρης που παραπαίει από τα ποτά και τα ξενύχτια και την παραπανίσια εξυπνάδα, αρνείται τη δέσμευση και κλείνεται σε έναν κόσμο κυνισμού και μηδενιστικής ηδονοφιλίας, φλερτάρει με την παραβατική συμπεριφορά ακόμη κι όταν λέει καλημέρα. Τα ελαττώματα και οι αδυναμίες του είναι απτά και σχεδόν συγκινητικά. Και είναι παρήγορη και έξυπνη κίνηση πως δόθηκαν τόσα εκατομμύρια για μια ταινία με ήρωα έναν 43χρονο που αγαπάει κρυφά κι ανομολόγητα μια 40χρονη, κάνει ενήλικο χιούμορ, δεν καταφεύγει στο σεξ και το σαδισμό και στρέφει τα βέλη της στα μούτρα της χώρας που υπηρετεί, και στο τέλος... άντε, ας μην αποκαλύψω την πιο ανατρεπτική τελευταία φράση που μάλλον θα ακούσετε στο φινάλε παρόμοιας ταινίας.