ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Περισσότερο Ζακ Σνάιντερ, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, και λιγότερο Κρίστοφερ Νόλαν, ο οποίος επιτηρεί τα επιμέρους στοιχεία από τη θέση του παραγωγού, η Αυγή της Δικαιοσύνης πλησιάζει όσο μπορεί το σύμπαν των πρωτότυπων κόμικ της DC και στην ουσία απομακρύνεται από το βραδυφλεγές φροϊδικό δράμα των τριών προηγούμενων Batman. Το γενικό συμπέρασμα από την υπερπαραγωγή που σμίγει για πρώτη φορά τους εμβληματικότερους φανταστικούς ήρωες όλων των εποχών είναι πως δεν γίνεται να ικανοποιηθούν όλοι οι φαν όλων των φορμά και να καλυφθούν όλες οι «πίστες». Ο Σνάιντερ, με την πείρα που έχει αποκτήσει στην μοντέρνα ερμηνεία του εξωπραγματικού, είναι, μαζί με τον Μπράιαν Σίνγκερ, ο ιδανικός ισορροπιστής της προσωπικής ματιάς με το υλικό που πραγματεύεται, πολύ πιο... δίκαια από τον Νόλαν και τον Τιμ Μπέρτον, οι οποίοι είχαν υπογράψει τις εκδοχές τους με το μυαλό στραμμένο στη διακριτική τους μανιέρα, όπως φαίνεται από τη σύγκριση με την υπόλοιπη φιλμογραφία τους.
Πιο ειδικά, η εξήγηση για την πρώτη κινηματογραφική κόντρα του Batman με τον Superman δίνεται από την αρχή και οφείλεται στο σαρωτικό φινάλε του Man of Steel, που στοίχισε πολλές ανθρώπινες ζωές και, αναδρομικά, σπίλωσε την άμωμη φήμη του Superman και προκάλεσε το μίσος στον Μπρους Γουέιν/Batman, ο οποίος είδε δικούς του να χάνονται στο περιθώριο της άνευ όρων εξωγήινης μάχης, με τον ανένδοτο Μάικλ Σάνον, αν θυμάστε. Η θεανθρώπινη, δυαδική φύση του Superman καταδεικνύεται εμφατικά, αν και δεν είναι καινούργια: μέσα από εικόνες ευλαβικού προσκυνήματος και εκκωφαντικές εκδηλώσεις λατρείας, με Πιετά, Παναγία, ακόμη και Μαγδαληνή στην εξίσωση, ο Superman μετατρέπεται αμετάκλητα σε αλληγορικό Μεσσία και ως άλλος Χριστός καλείται εκ νέου να λογοδοτήσει για μια διατεταγμένη παγίδα στην οποία έπεσε άθελά του, στο όνομα της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης – η Χόλι Χάντερ είναι η γερουσιαστής που επιθυμεί τον διάλογο τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Ο αυτουργός της δολιότητας, όπως διαφάνηκε στο σαματατζίδικο trailer, δεν είναι άλλος από τον Αλεξάντερ «Λεξ» Λούθορ, που υποδύεται με αυξημένη δόση ψυχωσικής διαταραχής ο τρεμάμενος Τζέσι Άιζενμπεργκ, μια ευχάριστη αλλαγή, εμφανισιακά νεανική και ελαφρών βαρών, σε σχέση με τους μοχθηρούς κακούς που μας έχει συνηθίσει η παράδοση. Η Λόις Λέιν της Έιμι Άνταμς εξακολουθεί να λειτουργεί ως συναισθηματική άγκυρα στα διλήμματα του αγαπημένου της, χωρίς να προσθέτει κάτι σε ό,τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα, και το κλου είναι η σχέση των δύο προβληματισμένων πρωταγωνιστών, που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους, κάτι που αποτυπώνεται ευκρινώς στην ταινία.
Το γεγονός ότι η ταινία ξεκινά με το τραγικό background του Batman και τη δολοφονία των γονιών του μπροστά στα παιδικά του μάτια, τους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν και το μεταίχμιο της μεταμόρφωσής του σε τιμωρό, δείχνει πως το Batman vs Superman θεωρεί εαυτόν περισσότερο sequel του Man of Steel, καθώς δεν αισθάνεται την υποχρέωση να μας θυμίσει τα του Superman. Με δεδομένο, λοιπόν, τον έναν από τους δύο, η ανάπτυξη της διπλής ιδιότητας του Batman σκιαγραφείται ελλιπώς ως προς το κομμάτι του Μπρους Γουέιν και είναι κρίμα, γιατί ο Μπεν Άφλεκ θεωρητικά διαθέτει μεγαλύτερη άνεση και κοινωνικότητα από τον πιο μονοδιάστατα ζοφερό και μελαγχολικό Κρίστιαν Μπέιλ, χωρίς ταυτόχρονα να είναι ένας προφανής γόης όπως ο Τζορτζ Κλούνι. Η πλευρά του ευειδούς δισεκατομμυριούχου μένει ανεκμετάλλευτη, ωστόσο ως Cape Crusader τα πάει μια χαρά, έχοντας προσαρμοστεί στο βαρύ κλίμα της μετατόπισης της τυφλής εκδίκησης από τους πραγματικούς εγκληματίες που μέχρι τότε εξολόθρευε, κάπως άχαρα σε σχέση με τον καταξιωμένο Superman, στον ίδιο τον παρεξηγημένο θεό του Gotham, με άξονα την καχυποψία και σταθερό ζητούμενο την αποκατάσταση της τάξης. Επί δυόμισι ώρες, και βοηθούσης της μουσικής του Χανς Τσίμερ, ο τόνος παραμένει αταλάντευτα σοβαρός – ούτε σπιθαμή ανάλαφρου χιούμορ, επί του σκήπτρου ή του στέμματος του καλύτερου υπερπολίτη του Gotham City, ας πούμε (μόνο η μάνα του Superman). Με γραμμική αφήγηση και άγχος να χωρέσει την πλοκή και τους χαρακτήρες, όπως αντίστοιχα ίδρωσαν οι τελευταίοι Avengers του αντίπαλου στρατοπέδου, ο Ζακ Σνάιντερ βρήκε το σεναριακό MacGuffin για να καταστήσει τρωτό τον ανίκητο Superman και τα έδωσε όλα στο τελευταίο ημίωρο της μετωπικής σύγκρουσης. Κάπου εδώ αρχίζουν τα πολλαπλά spoilers και το μόνο που έχω να προσθέσω είναι πως στη συμμαχία των καλών παρεμβαίνει η Wonder Woman, εφοδιασμένη με την ασπίδα και το ενισχυμένο λάσο της αλήθειας, ως υποσχετική μεταγραφή για τη συνέχεια της σειράς, που, όπως φαίνεται, δεν έχει σκοπό να προδώσει τον συνασπισμό.
Με δεδομένο ότι η αποστολή ήταν δύσκολη, ο Ζακ Σνάιντερ κατάφερε να αποδώσει ενιαία δύο χαρακτήρες που δρουν με διαφορετικά κριτήρια: ο Batman είναι ένας άνθρωπος που μετατρέπεται σε ον με αυξημένες δυνάμεις, ενώ ο Superman σβήνει την ισχύ του όποτε πρέπει να μιμηθεί το είδος που του ενστάλαξε συμπόνια και... ανθρωπιά. Ο πρώτος παλεύει με αδυναμίες και ο δεύτερος κρίνει με αρχέτυπα και συνήθως κρίνεται πρόχειρα και αυστηρά, με γνώμονα την αχαριστία. Παρά τη φιλολογία για το αντίθετο, ο Superman δεν είναι θεός, όπως θέλουν να τον βλέπουν οι συνάνθρωποί του προβάλλοντας πάνω του τις μπερδεμένες ελπίδες τους, αλλά ένας πανίσχυρος εξωγήινος με καλές προθέσεις, που απέκτησε από τη χριστιανική ανατροφή του. Αντί να λύσει τη σπαζοκεφαλιά της διάστασης του ανθρώπινου με το ένθεο, ο Σνάιντερ δεν ξεχνάει πως το προκείμενο, και εντέλει το ζητούμενο, είναι η δράση και υιοθετεί περήφανα την ασφαλή λογική των κόμικ, που ξέρει να χειρίζεται σωστά, εξηγώντας στην πορεία περισσότερο την αφορμή και το αποτέλεσμα παρά τη βαθιά αιτία – που θα απασχολούσε μια άλλου τύπου ταινία.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
5