Το Parasite, που θριάμβευσε στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και κέρδισε μόλις τα Όσκαρ σκηνοθεσίας, Καλύτερης ταινίας και σεναρίου, είναι η ιστορία μιας άπορης τετραμελούς οικογένειας που μπαίνει με ψέματα σε ένα πλουσιόσπιτο, υπηρετώντας σε ισάριθμα οικιακά πόστα ένα ανδρόγυνο και τον ανήλικο γιο τους. Ο μπαμπάς οδηγεί, η μητέρα μαγειρεύει, ο γιος διδάσκει και η κόρη ψυχαναλύει. Κανονικές παραδουλεύτρες, που μάλιστα αναρωτιούνται αν η ευγενική συμπεριφορά των προϊσταμένων τους οφείλεται στον πλούτο που διαθέτουν ή αν τα πολλά χρήματα έρχονται σε αυτούς που φέρονται σωστά!

 

Τα οικονομικώς άνετα αφεντικά τούς πιστεύουν με ευγνωμοσύνη. Οι προηγούμενοι «υπηρέτες» εκδιώκονται με δόλο και διαβολή, στημένη με τέτοιον τρόπο ώστε να μη γίνεται ορατή η αντικατάστασή τους από τους δαιμόνιους doppelgängers.

 

Ο Χο ενορχηστρώνει μια καταπληκτική κλιμάκωση καταστάσεων, κρατώντας τον απόλυτο σκηνοθετικό έλεγχο. Η ταινία του, ποτισμένη με το γνωστό μαύρο χιούμορ, ωρολογιακά μετρημένη και με αιχμή του δόρατος τον μόνιμο πρωταγωνιστή του Σονγκ Κανγκ Χο, είναι μια ταξική παραβολή σε μια χώρα διαφημισμένης ευημερίας.

 

Ωστόσο, ο ένοικος του μυστικού υπογείου της έπαυλης δυναμιτίζει το κόλπο και οι φτωχοδιάβολοι, που δεν παριστάνουν ακριβώς κάποιους άλλους αλλά δεν έχουν διαφορετικό τρόπο να βρουν εργασία, τα βρίσκουν σκούρα από τη μία στιγμή στην άλλη – όσο αβίαστη είναι η εισβολή τους, τόσο άτσαλη και αιματοβαμμένη γίνεται η ηρωική τους έξοδος από την πολυτελή παγίδα που έστησαν μόνοι τους.

 

Ο Χο ενορχηστρώνει μια καταπληκτική κλιμάκωση καταστάσεων, κρατώντας τον απόλυτο σκηνοθετικό έλεγχο. Η ταινία του, ποτισμένη με το γνωστό μαύρο χιούμορ, ωρολογιακά μετρημένη και με αιχμή του δόρατος τον μόνιμο πρωταγωνιστή του Σονγκ Κανγκ Χο, είναι μια ταξική παραβολή σε μια χώρα διαφημισμένης ευημερίας, θεαματικά αντίθετη σε στυλ και χειρισμό από τον περσινό Χρυσό Φοίνικα του Χιροκάζου Κορεέντα, το Shoplifters, με ήρωες ανθρώπινα παράσιτα που ανασύρονται από την αφάνεια και το χαμόσπιτό τους όπως-όπως για μια προσωρινή θέση στον ήλιο.

 

Διατηρώντας τη φτωχή οικογένεια φυλακισμένη στο παράπηγμά τους ‒μίζεροι, αν και συνεχώς μονιασμένοι, με παντελή απουσία συναισθηματισμού‒ ο Χο κοντράρει την αυτοματοποιημένη, λόγω συχνοτισμού, συνωμοτικότητά τους με την απομόνωση των μελών της πλούσιας έπαυλης, τα οποία σπάνια βρίσκονται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο. Η παράταξη των σωμάτων σε αντιδιαστολή με τα διαστήματα που τα χωρίζουν δεν είναι απλώς για βραβείο αλλά για σεμινάριο ‒ μια αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική που δεν παύει να κινείται και να αλληλεπιδρά, ειδικά μετά το σημείο της μεγάλης ανατροπής.

 

Πέρα από τη χορογραφία και τη σκηνική εφαρμογή της πλοκής, δεν παίρνει ποτέ τα μάτια του από την ψυχή των «δραστών»: η πεινασμένη απόγνωση γεννάει ένστικτο επιβίωσης, αλλά αυτό που μετράει στον Χο είναι η ανάσα τους, η αντίδραση, οι στιγμές που η ξεχασμένη ανθρωπιά τους εγκαλεί τη συνείδηση, και μόνο ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης κρατά τους σωστούς χρόνους ανάμεσα στις ραφές.

 

Τα Παράσιτα, που σίγουρα οι αδελφοί Κοέν θα ζήλευαν και ο Ταραντίνο θα χειροκροτούσε δακρυσμένος, δεν είναι μόνο μια ταινία για τη διάκριση, του πλούτου, της κάστας ή της μόρφωσης, αλλά μια μεθυστική διασταύρωση κινηματογραφικών ειδών, από τη μαύρη κωμωδία εκδίκησης ως την αγωνιώδη περιπέτεια, οικουμενική, αιχμηρή και ψυχαγωγικά φρέσκια, για τη σημασία της δεύτερης, ή και τρίτης, ευκαιρίας. Από έναν δεξιοτέχνη master, μία από τις κορυφαίες ταινίες των τελευταίων χρόνων.