Η σχέση του σινεμά με τη μαγειρική έχει εξελιχθεί σε έναν ιδιότυπο ακαδημαϊκό φετιχισμό: το κόψιμο ακριβείας της σάρκας του κρέατος ή του ψαριού, τα ζουμερά και εντυπωσιακά πιάτα, το καλλιγραφικό ντεκόρ τους, η παρασκευή της σάλτσας, το δέσιμο των υλικών, το παρασκηνιακό θρίλερ του συγχρονισμού της μπριγάδας στο κρίσιμο τράφικ μεταξύ της παραγγελίας και του σερβιρίσματος, η διαδικασία της αγωνίας από την όσφρηση του ισορροπημένου δημιουργήματος μέχρι την αποδοχή από τους άσχετους ή ειδικούς πελάτες, έχουν πλάσει ένα λεξιλόγιο του είδους του γαστριμαργικού δράματος ή της μαγειρικής κωμωδίας που έχει εγκαταστήσει οικειότητα. Ο Σεφ που έπαιζε με τη φωτιά δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ, υπερταλαντούχος αλλά υπερπροβληματικός σεφ, κυνηγάει άτσαλα το τρίτο αστέρι Michelin, αυτό που πολύ δύσκολα απονέμεται και ουσιαστικά σου δίνει έναν τίτλο αντίστοιχο του γιόντα στον Πόλεμο των Άστρων. Ο Κούπερ παίζει το όμορφο καθίκι, έναν πρώην εθισμένο που του έχουν μείνει χρέη, τύψεις και νεύρα από το γρήγορο και απερίσκεπτο παρελθόν του. Ο Τζον Γουέλς του August και παλιότερα του συμπαθέστατου Company Men ακολουθεί χωρίς εκπλήξεις το σενάριο, που με τη σειρά του κάνει τους αναμενόμενους σταθμούς στην πορεία αυτογνωσίας του πρωταγωνιστή, με τους εχθρούς που πρέπει να ξορκίσει και την αγάπη που οφείλει να διακρίνει. Τα ευαίσθητα στοιχεία, μαζί με το ευπρόσδεκτα ρεαλιστικό φινάλε, αντισταθμίζουν τα κλισέ, όπως προείπα, ενός είδους που πλέον είναι η χαρά των προγραμματιστών σχετικών αφιερωμάτων.