Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, καθώς η επανάσταση στο Ιράν φτάνει στην κορύφωσή της, μια ομάδα Ιρανών στρατιωτών εισβάλλει στην Αμερικανική Πρεσβεία στην Τεχεράνη και κρατά όμηρους 52 Αμερικανούς. Μέσα στον πανικό, έξι Αμερικανοί καταφέρνουν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στην κατοικία του Καναδού πρέσβη. Γνωρίζοντας ότι είναι θέμα χρόνου να εντοπιστούν και να θανατωθούν, ο ειδικός «απομακρύνσεων» της CIA Τόνι Μέντες (Άφλεκ) καταστρώνει ένα επικίνδυνο σχέδιο, προκειμένου να τους φυγαδεύσει με ασφάλεια από τη χώρα. Το σχέδιο είναι τόσο παράτολμο που μόνο σε ταινία θα μπορούσε κανείς να το δει.

 

Η έκφραση «αυτά μόνο στο σινεμά γίνονται» εφαρμόζεται απολύτως στην περίπτωση της ομηρείας και απελευθέρωσης των 6 υπαλλήλων της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Τεχεράνη, κατά την κρίσιμη και βίαια αντιαμερικανική, λόγω των εχθρικών χειρισμών του τότε Προέδρου Τζίμι Κάρτερ, περίοδο της μετάβασης του Ιράν από την τυραννική βασιλεία του Σάχη στην ορμητική, θεοκρατική δημοκρατία του Χομεϊνί.

 

Αληθινό όσο και απίστευτο γεγονός, η τρελή ιδέα του Μέντες, το «καλύτερο από τα κακά» σχέδια που έπεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τις πιθανές λύσεις στο πρόβλημα, ήταν να μασκαρέψουν τους Αμερικανούς σε μέλη κινηματογραφικού συνεργείου που ετοιμάζεται να γυρίσει ένα φιλμ-μούφα με τον δήθεν τίτλο Αργώ, μια φτηνοπεριπέτεια επιστημονικής φαντασίας, και να τους φυγαδεύσουν με πλαστά διαβατήρια, σε μια πρωτοφανή κίνηση του καναδικού Κοινοβουλίου να συνεδριάσει μυστικά και να εγκρίνει την έκδοσή τους. Για τον λόγο αυτό επιστρατεύτηκαν ένας τοπ μακιγιέρ, ο άνθρωπος που επιμελήθηκε τα μυτερά αυτιά του Σποκ στο Star Trek καθώς και τις μεταμορφώσεις στον Πλανήτη των Πιθήκων (βραβεύτηκε με  Όσκαρ) κι ένας παραγωγός, φίλοι και περιστασιακοί συνεργάτες του Μέντες και της CIA.

 

Τους υποδύονται με κέφι ο Τζον Γκούντμαν και ο Άλαν Άρκιν αντίστοιχα, στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν ο Μπεν Άφλεκ διακόπτει το δραματικό κομμάτι της «Επιχείρησης Αργώ» και έντεχνα βάζει μια κωμική χολιγουντιανή παρένθεση, που δίνει σφρίγος και νόημα σε ένα πολιτικό θρίλερ που θέλει, και τα καταφέρνει, να μοιάσει με τα αντίστοιχα της δεκαετίας του ’70, και τελικά παρακολουθείται απνευστί.

 

Η ταινία βασίζεται στην πανταχού παρούσα και εύστοχη σκηνοθεσία του ηθοποιού, που με την τρίτη του δουλειά, μετά το φορτωμένο Gone Baby Gone και το άνισο The Town, συγκεντρώνει κι επεξεργάζεται μαεστρικά ένα πλούσιο υλικό, από την εισαγωγή για την καυτή κατάσταση στο Ιράν και κάποιες αυθεντικές εικόνες από τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις μέχρι την αληθοφάνεια της εποχής και των πρωταγωνιστών, και δίνει φωνή και ρόλο σε πάνω από 20 κύριους χαρακτήρες, χωρίς να χάσει το τέμπο και τον στόχο του.

 

Ο ίδιος ο Άφλεκ, στον ρόλο του Μέντες, παίρνει πάνω του το βάρος του Σαμαρείτη με τις απαραίτητες ανθρώπινες ατέλειες, καθώς η συζυγική και η πατρική του ταυτότητα είναι εκκρεμείς, και ενορχηστρώνει την επιχείρηση ως κυματοθραύστης των προβλημάτων που συνεχώς ανέκυπταν. Είναι πιο συμπαθής και σίγουρος για τον εαυτό του απ’ ό,τι απαιτεί ο χαρακτήρας, αν και με αυτό τον τρόπο γεφυρώνει τον κόσμο του σινεμά (έχοντας ένα παρουσιαστικό με αυτοπεποίθηση και γοητεία) με εκείνον της πολιτικής και της διπλωματίας.