Ο Τίμπερ ζει σε ένα μικρή πόλη έξω από τη Νέα Υόρκη και εργάζεται στο μοτέλ των γονιών του. Είναι Εβραίος, καταπιεσμένος και φοβισμένος. Το μεγάλο του στοίχημα είναι να σώσει την επιχείρηση από τα χρέη και γι' αυτόν το λόγο βάλθηκε να πείσει τους συμπολίτες του να επιτρέψουν στους διοργανωτές της συναυλίας να χρησιμοποιήσουν τα γύρω χωράφια. Την ιστορία λίγο πολύ την ξέρετε - και να την είχατε ξεχάσει, σας τη θύμισαν τα καλοκαιρινά αφιερώματα στην πολύχρωμη έξαρση του χιπισμού πριν από ακριβώς 40 χρόνια.

Ο Λι πάει από το μικρό στο μεγάλο με έναν ευπρόσδεκτο τρόπο, αργά, χτίζοντας τον κεντρικό ήρωα, γεμίζοντάς τον με το άγχος της κρυφής σεξουαλικής ταυτότητας που περιμένει τον πορθητή, και τον διανθίζει με ανθρώπους που πραγματικά πρωταγωνίστησαν στο μεγάλο γεγονός - οι ηθοποιοί τούς μοιάζουν φυσιογνωμικά, και στην περίπτωση του Γιουτζίν Λεβί, ο Μαξ Γιάσγκουρ του είναι φτυστός και πολύ αστείος. Ο Ταϊβανέζος σκηνοθέτης το χάνει όταν φουντώνει η προετοιμασία, μπλέκοντας άγαρμπα το ανεκδοτολογικό στοιχείο με το ψυχεδελικό κλίμα, καταφεύγοντας σε υπερβολές και ελλείψεις, όπως στην τραβηγμένη από τα μαλλιά ερμηνεία της μάνας από την Ιμέλντα Στόντον.

Ενώ στο Brokeback ο περιβάλλον χώρος μετατράπηκε σε οργανικό ήρωα, η περιοχή του Γούντστοκ μένει αδιάφορη, σαν καλοστημένη αλλά αμήχανη ανάμνηση, στην απόπειρα να κερδίσει σε αυθεντικότητα. Ο δε πρωταγωνιστής, ελληνικής καταγωγής, υποτίθεται πως δεν πρέπει να διαθέτει προσωπικότητα, αλλά βγαίνει ένας σβησμένος ερζάτς αντιήρωας, και το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε trippy, ούτε αρκετά funny. Απομένουν μερικά χαριτωμένα περάσματα που ο Ανγκ Λι σκηνοθετεί με την κατακτημένη εσωτερικότητά του.