Δεν ξέρω κατά πόσο ο Χάνεκε είναι χωρατατζής, σίγουρα όμως δεν του φαίνεται, ούτε αυτού ούτε των ταινιών του. Ο αγέλαστος και παρακμιακός κόσμος ενός επιθετικού καθωσπρεπισμού που σφάζει με τα καλά λόγια και εξαπολύει το ρατσισμό με μικρά τάκλιν σνομπισμού και κουμπωμένης αποστασιοποίησης είναι το φόρτε του. Στις ταινίες του, από τοBenny'sVideoμέχρι τον υπέροχο Κρυμμένο, η έννοια της βαρβαρότητας ενώνει μαεστρικά τα αισθήματα της απέχθειας και του φόβου. Το FunnyGames,που του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες σε ένα διεθνές κοινό, γυρίστηκε πριν από 10 χρόνια στην Αυστρία και ο Χάνεκε αποκαλύπτει πως ουσιαστικά απευθυνόταν από την αρχή στην αμερικάνικη κοινωνία - εξού και ο αγγλόφωνος τίτλος αλλά και το σπίτι των πλουσίων πρωταγωνιστών που δεν θύμιζε την προαστιακή αρχιτεκτονική της Αυστρίας. Το γύρισε λοιπόν και στα αγγλικά, με τη Ναόμι Γουότς, τον Τιμ Ρoθ και τον Μάικλ Πιτ με τον Μπρέιντι Κόρμπετ στους ρόλους των δυο νέων με τα χειρουργικά γάντια και την preppy στολή του τένις, που εισβάλουν ειρηνικά στην εξοχική κατοικία της μια χαρά οικογένειας. Ο πραγματικός διάβολος δεν μπαίνει με το έτσι θέλω στα σπίτια, λένε οι παλιές δοξασίες. Πρέπει να κάνεις το λάθος να τον προσκαλέσεις και έπειτα σε τιμωρεί με το βασανιστήριο που φοβάσαι περισσότερο, αργά, ατιμωτικά και οριστικά. Και εδώ, δυο αγέλαστοι νέοι, με αστείες λευκές στολές του τένις, λευκά παπούτσια και λευκά χειρουργικά γάντια, μπαίνουν σε ένα σπίτι και διασπάνε την ισορροπία μιας ήσυχης και εντελώς πολιτισμένης οικογένειας. Ο μπαμπάς, η μαμά και ο μικρός μοναχογιός υφίστανται πρώτα ένα λεκτικό εξευτελισμό με τη μορφή περίεργης πλάκας, και μετά αντιμετωπίζουν το αναίτιο πρόσωπο του θανάτου. Οι κλέφτες της ζωής πηδάνε από σπίτι σε σπίτι, λες και έχουν βάλει στοίχημα να εξαρθρώσουν το δίκτυο της καλής κοινωνίας των προαστίων με υπολογισμένες κινήσεις. Ο οίκτος δεν συγκαταλέγεται στο πνευματικό τους λεξιλόγιο. Δεν προέρχονται από πουθενά. Δεν έχουν σκοπό. Δεν φαίνεται να σταματούν σε τίποτε, το Μαρίεμπαντ γεννάει δολοφόνους χωρίς σάλιο. Ο Χάνεκε δεν ενδιαφέρεται όμως ούτε για το ειδικό ποιόν των τριών θυμάτων, της οικογένειας, πέρα από τον ταξικό τους καθορισμό. Θα μπορούσαν να είναι άλλοι του είδους τους, έτυχε ωστόσο να είναι αυτοί για το συγκεκριμένο δίωρο. Τελικά, μετά και από τη δεύτερη ταινία που με επιμονή αναπαρήγε χωρίς να κόψει ούτε σημείο στίξης, ο Αυστριακός δεν νοιάζεται για την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών αλλά για το πλαίσιο. Ακόμη πιο πέρα, σημασία γι' αυτόν έχει το ίδιο το σινεμά και οι κώδικές του. Ανεξάρτητα από το τι λέει ο ίδιος (το αναφέρω γιατί αν ακούσει κανείς τους Κοέν, για παράδειγμα, σε συνεντεύξεις τους, ή θα νομίζει πως είναι τελείως ηλίθιοι, ή θα μπερδευτεί σε σχέση με το περιεχόμενο των ταινιών που υποτίθεται πως αναλύουν), το FunnyGamesδεν υποκύπτει διόλου στην πορνογραφία της βίας: Όλοι οι σκοτωμοί γίνονται εκτός πλάνου και, μαζί με την απόκοσμη συμπεριφορά, δημιουργούν ένα είδος «γαλακτερής» φρίκης, σαν να βρίσκεσαι σε ένα μουσείο μόνος σου και κάπου στο βάθος να ακούς την αντήχηση μιας πνιχτής κραυγής. Όντως η ταινία ορίζεται διά της αντίθεσής της με το παραλήρημα σαδισμού στις αμερικάνικες ταινίες τρόμου που επικρατούν στη συνείδηση του μεγάλου κοινού και οι δυο παθολογικά εθισμένοι στο φόνο νεαροί είναι αποκυήματα μιας κοινωνίας που τείνει να θεωρεί μάλλον φυσική την ύπαρξή τους. Το ίδιο κοινό ισχυρίζεται πως τίποτε δεν μπορεί να το κάνει να κλείσει τα μάτια του, αλλά μάλλον αντιδρά σαστισμένα όταν η κάμερα κλείνει το φακό της μπροστά στην απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Η αποστασιοποίηση του Χάνεκε είναι πιο ισχυρή από την ταύτιση με το δράμα και την καταγωγή ενός θερμού χαρακτήρα που σφαγιάζεται. Η μάνα, ο πατέρας και το παιδί δεν είναι ούτε συμπαθείς ούτε αντιπαθείς. Έχεις όλο τον πραγματικό χρόνο του περιστατικού για να τους νιώσεις, αλλά δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Ναι, είναι μια διανοουμενίστικη κατασκευή από έναν άνθρωπο που πρώτα σκέφτεται και μετά εκτελεί, αλλά δεν παύει να διατηρεί μια τρομερή δύναμη, και να την επιβάλει μέσα από την ελάχιστη πλοκή και την αστραπιαία αλλαγή του ανέμου στην απειλή (μπορείτε να χρονομετρήσετε πόσο χρόνο του παίρνει για να περάσει από τις συστάσεις στην αιχμαλωσία, και φυσικά πόσο αθόρυβα το κάνει, χωρίς να αισθάνεστε πως μοντάρει μέσα στη μούρη σας). Και όπως όλοι οι σκηνοθέτες-αρχιτέκτονες, αφήνει άφθονο χώρο στην ανάπτυξη της υπονομευτικής ειρωνείας σε πολλά επίπεδα - για παράδειγμα, πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί το μεγαλείο τουΜάτια Ερμητικά Κλειστάαν δεν το δει ο θεατής σαν την αναχρονιστική φάρσα που είναι στην πραγματικότητα, ή σαν ένα θεϊκό καλαμπούρι, εκτός από την κανονική της ανάγνωση; Η ταινία απευθύνεται σε Αμερικανούς που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν την πρώτη εκδοχή λόγω περιορισμένης διανομής, αλλά κόβει τη φόρα και την έκπληξη από όλους εμάς που έχουμε ήδη πάρει την κρυάδα, η δε δράση έχει μεταφερθεί αναγκαστικά στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, και δεν θα τη φανταζόμουν κάπου στο Μάλιμπου. Μετά από μερικά λεπτά τυπικών χαιρετισμών, θα είχαν πλακώσει οι security της γειτονιάς και τα τρελά παιδάκια με τα άσπρα θα είχαν ήδη προσλάβει τους φοβερούς ποινικολόγους με τα λεφτά των πανικόβλητων γονιών τους. Παρ' όλο που η Ναόμι Γουότς είναι εξαιρετική, όπως πάντα όποτε χρειάζεται να γρατζουνίσει με τα νύχια της το θάνατο ή την παράλληλη πραγματικότητα (21 Γραμμάρια και Οδός Μαλχόλαντ), μου έλειψαν οι λεκτικές ανταλλαγές του πρωτότυπου. Ο τρόμος εκφέρεται πιο ταιριαστά στη γερμανική, ακόμη και ψιθυριστά.