Το ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε ξεκινάει με τον Τέρι Γκίλιαμ, με το σήμα-κατατεθέν κελαριστό, νευρικό του γέλιο on camera. Απ’ όλο τον κόσμο που είχε ή έχει σχέση μ’ έναν τόσο διάσημο μουσικό, μια πασίγνωστη προσωπικότητα, όπως ο Τζορτζ Χάρισον, γιατί ο Γκίλιαμ; Απλό: διότι ο Αμερικανός σκηνοθέτης ανήκε στους Μόντι Πάιθονς, τον ιδιότυπο θίασο που αγκάλιασε ο Χάρισον ως παραγωγός ταινιών μετά τη διάλυση των Beatles, σε μια κίνηση που αρχικά ξάφνιασε τους πάντες (τι δουλειά είχε με το σινεμά ο Χάρισον;), αλλά έγινε γιατί μέσα απ’ το χιούμορ και τη συνωμοτική τους ομοψυχία βρήκε τον χαμένο κρίκο με την αναρχική παιδικότητα που τόσο αγάπησε στα Σκαθάρια και λυπήθηκε τόσο όταν χάθηκε μπροστά στις εξελίξεις που τους διέλυσαν, αφού πρώτα αναγκάστηκε ν’ απομακρυνθεί συναισθηματικά.

 

Ο Χάρισον ήταν ο ευαίσθητος, σιωπηλός Beatle, στον αντίποδα του επαναστάτη και προβοκάτορα Λένον, του χαριτωμένου κι επιχειρηματικού Μακάρτνεϊ και του εξωστρεφούς χαβαλέ Ρίνγκο. Το διάρκειας τρεισήμισι ωρών, ανεπιτήδευτο χρονικό του Μάρτιν Σκορσέζε αποτελείται από δυο μέρη που οριοθετούνται από τη διάλυση του συγκροτήματος το 1970, χρονιά που περίπου συνέπεσε με την κυκλοφορία του πρώτου και καλύτερου προσωπικού άλμπουμ του Χάρισον, του «All things must pass». Ο Χάρισον, ο μικρότερος της παρέας, έκρυβε δυο πλευρές.

 

Πίσω απ’ τη γοητευτική και ήσυχη συμπεριφορά του, κρυβόταν ένας πίδακας οργής που ενισχύθηκε απ’ την πεποίθηση των Λένον και Μακάρτνεϊ πως τα τραγούδια που συνέθετε για πολλά χρόνια δεν άξιζαν όσο τα δικά τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις - το «While my guitar gently weeps» και το «Somewhere», για ν’ αναφέρω τα δυο πιο χτυπητά παραδείγματα. Ο Χάρισον μάζευε υλικό και πίκρα κι ενώ οι προβολείς έπεσαν στην ίντριγκα της Γιόκο με τον Πολ, ο Χάρισον χάρηκε ιδιαίτερα όταν αποδεσμεύτηκε απ’ το νοσηρό και καταπιεστικό γι’ αυτόν κλίμα. Εθλίβη κι απελευθερώθηκε ταυτόχρονα.

 

Το ντοκιμαντέρ φωτίζει έναν άνθρωπο με τεράστιες αντιθέσεις: ενώ μέσα απ’ τον ινδουισμό και τη γνωριμία του με τον γιόγκι Μαχαρίσι και τον Ραβί Σανκάρ πορευόταν σε μια πνευματική αναζήτηση προετοιμασίας του σώματός του για τη σωστή αποδήμηση στον My Sweet Lord του (φτάνοντας στο σημείο να φιλοσοφήσει την «αρπαγή» της γυναίκας του, της Πάτι Μπόιντ, απ’ τον κολλητό του Έρικ Κλάπτον, εξού και το χιτ του Κλάπτον με τίτλο «Lay down Sally», που στην ουσία ήταν «Lay down Patty»), πάντα του άρεσε να λειτουργεί μέσα απ’ την ασφάλεια της ομάδας, του συγκροτήματος, της μουσικής με την παρέα. Διατηρούσε μια μπάντα σχετικά σταθερή και με δική του πρωτοβουλία σκάρωσε τους υπέροχους Traveling Wilburys και στήριξε τους Μόντι Πάιθον, όταν οι παραγωγοί τούς πούλησαν, δρώντας με πρακτική ορμή κι αιθεροβάμονα ενθουσιασμό σχολιαρόπαιδου.

 

Οι αντιθέσεις συνεχίζονται. Του άρεσαν τα γρήγορα αυτοκίνητα, κόλλησε άσχημα με ναρκωτικά στα μέσα των ‘70s κι είχε εμμονή με μια παράξενη έπαυλη γρηγοριανού στυλ που έμελλε να γίνει το ησυχαστήριο του και παραλίγο ο τάφος του, αφού εκεί του επιτέθηκε ένας μανιακός και τον μαχαίρωσε, επιδεινώνοντας την ήδη κλονισμένη υγεία του. Ο Σκορσέζε μάζεψε ανέκδοτες φωτογραφίες και δόμησε τα βίντεο, προτιμώντας τα σπάνια, τις πολλές συνεντεύξεις (ως και ο Φιλ Σπέκτορ με ξανθιά περούκα μιλάει!) και τα ενσταντανέ με τρόπο που οι γνώστες θα ικανοποιηθούν πλήρως και οι αδαείς θα μπουν στο σύμπαν ενός αξιολάτρευτου ανθρώπινου κουβαριού που βρέθηκε στο κέντρο και το απόκεντρο ενός μοναδικού φαινομένου κι επέζησε. Ο Τζορτζ Χάρισον φυσικά και είχε πάθη και αδυναμίες, και όταν έλυσε και με το παραπάνω το οικονομικό του πρόβλημα, «την έψαξε» όπως μπορούσε κι ενηλικιώθηκε απλά και οικογενειακά, με φίλους και privacy, κι ενώ όλοι πίστευαν πως κρύβει ένα μυστήριο, εκείνος κλάδευε λουλούδια στον κήπο του…