Το τέταρτο κατά σειρά φιλμ της εμπορικής επιτυχίας καλύπτει το μισό του ογκώδους μυθιστορήματος που ολοκληρώνει την τετραλογία του Twilight. Αν η Κάθριν Χάρντγουικ είχε τον άχαρο ρόλο να ρίξει στον κουβά όλους τους χαρακτήρες, εισάγοντάς τους άτσαλα σ’ ένα κοινό έτοιμο να καταναλώσει έρωτες νεανικούς και κόντρες μεταφυσικές, αυτό το τέταρτο, σκηνοθετημένο απ’ τον Μπιλ Κόντον, πρέπει να κρατήσει την αγωνία για το φινάλε με τη μητέρα όλων των μαχών, ανάμεσα στους λυκανθρώπους και τους βρικόλακες, για τα μάτια της Μπέλα Σουάν. Η ταινία Χαραυγή, το πρώτο μέρος, ξεκινάει με τον πολυαναμενόμενο γάμο του  Έντουαρτ και της Μπέλα σε μια παρατεταμένη σεκάνς που κρατάει περίπου όσο ζουν τα βαμπίρ, και κυριολεκτικά αδειάζει το ενδιαφέρον, αφού δεν γίνεται απολύτως τίποτε. Όχι μόνο χρησιμεύει ως ωριαίο παραγέμισμα, αλλά αμβλύνει το κέντρο βάρους, που είναι η εγκυμοσύνη της Μπέλα και οι πραγματικές και μεταφορικές επιπλοκές της: το παιδί είναι καρπός δυο διαφορετικών όντων και φαίνεται πως η ισχυρή φύση του  Έντουαρντ επικρατεί της ανθρώπινης της Μπέλα, παρά τις μαντικές διαβεβαιώσεις πως όλα θα πάνε καλά. Ο Τζέικομπ ανησυχεί, καθώς δεν έχει βρει ακόμη το πλάσμα με το οποίο θα «εντυπωθεί» και αποφασίζει με βαριά καρδιά να προστατεύσει την αγαπημένη του έναντι της φυλής του, όταν μαθαίνουν πως ένα δυνητικά επικίνδυνο πλάσμα ετοιμάζεται να δει το φως. Θα μπορούσαν να υπάρχουν σκηνές μαύρου χιούμορ όταν η αδύναμη, αποστεωμένη έγκυος χρειάζεται αίμα για να τραφεί (αφού το έμβρυο απειλεί να σπάσει τα τοιχώματα και να δραπετεύσει), αλλά ο Κόντον έχει πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο του και δεν εννοεί να ρισκάρει, προφανώς για να μην απογοητεύσει τα μιλιούνια των φαν που θα παρακολουθήσουν με το μικροσκόπιο, συγκρίνοντας σελίδα με πλάνο για να ορμήσουν σε περίπτωση παραπτώματος. Η τελετή του γάμου και ο μήνας του μέλιτος αφορούν μόνο τους σκληροπυρηνικούς, και δη τις κοπέλες, καθώς οι ανυποψίαστοι θα σταθούν όσο αμήχανα σκηνοθετεί και ο Κόντον-  ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τη γρηγοράδα του Dreamgirls αλλά και τη μελετημένη σπουδή χαρακτήρων στην καλύτερη ταινία του, το υπέροχο Gods and Monsters, όπου και εντέχνως αναφέρεται, με εμβόλιμα πλάνα από τη Νύφη του Φρανκενστάιν. Ακόμη και οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι θέλω να πιστεύω πως επίτηδες παίζουν τόσα χρόνια με μια επιτήδευση που συνάδει με τη διαφορά που τους χωρίζει, στέκονται αμήχανα μπροστά στον φακό, περιδιαβαίνοντας κι εκτελώντας μηχανικά το ρόλο τους, σε μια διαδικασία αναμονής. Στην καλύτερη περίπτωση, η κλιμάκωση του φινάλε ανοίγει την όρεξη για το δεύτερο μέρος της Χαραυγής. Θα έχει γκάζια στη δράση και κάποιο νόημα στο interaction, άραγε;