Η ταινία παίρνει το όνομά της από τον αστυνομικό Τζον Κλουτ (λογοπαίγνιο με το clue, το στοιχείο σε μια έρευνα), ο οποίος ψάχνει να βρει τη άκρη του νήματος μετά τη μυστηριώδη εξαφάνιση ενός επιχειρηματία που είναι και ο καλύτερός του φίλος. Εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και έρχεται σε επαφή με ένα call girl, την Μπρι Ντάνιελ, στην οποία ο αγνοούμενος έστελνε συχνότατα ερωτικές επιστολές.

Κανονικά, το φιλμ θα έπρεπε να έχει τον τίτλο Ντάνιελ ή Μπρι, αφού το κλειδί βρίσκεται στον χαρακτήρα της πόρνης, που κάνει γρήγορα τη δουλειά της και φεύγει σαν επαγγελματίας. Το σεξ μοιάζει με πρόβα για θεατρικό μονόπρακτο για εκείνη και μέσα από ατελείωτες τηλεφωνικές επικοινωνίες, πολύ κοντινά πλάνα και αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, η (ενίοτε μη) πλοκή εντείνεται χωρίς να λύνεται. Ο Πάκουλα ρίχνει συνεχώς φως στις σκοτεινές προθέσεις της Ντάνιελ και στον ακόμη πιο αδιευκρίνιστο εσωτερικό κόσμο, στις προθέσεις και την ψυχολογία της. Από ένα σημείο κι έπειτα, η υπόθεση γίνεται το πρόσχημα της ταινίας και σχεδόν τινάζεται στον αέρα.

Η Εξαφάνιση είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας της παράνοιας του Πάκουλα, που συνεχίστηκε με την Υπόθεση Πάραλαξ και το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου, περισσότερο πολιτικές ταινίες μιας εποχής που αμφισβητούσε το ισχύον σύστημα και χρησιμοποιούσε την αφαίρεση για να αποδείξει τους μηχανισμούς του φόβου και της διάβρωσης.

Τούτη εδώ η ταινία, γυρισμένη το 1972, ανήκει ολοκληρωτικά στην Τζέιν Φόντα. Όχι επειδή πήρε Όσκαρ, άρα κρίνεται ασφαλώς και εκ του αποτελέσματος 37 χρόνια μετά. Επειδή τόλμησε να βαδίσει σε πολύ βαθιά νερά, να απογυμνωθεί, να μιλήσει έμμεσα αλλά αποκαλυπτικά για την τέχνη (ή τη δουλειά της, αν προτιμάτε) και να την κατευθύνει σε δύσβατα και άγνωστα μονοπάτια μοναξιάς και εγκλεισμού.

Είχα την τύχη να συναντήσω πρόσφατα τη Φόντα και δεν εξεπλάγην από τον εξομολογητικό και winning τρόπο με τον οποίο ανακαλεί τα γεγονότα που τη σημάδεψαν και για τα οποία ντρέπεται ή υπερηφανεύεται. Μετά από 20 λεπτά ζήτησε μια εσάρπα - πάντα αισθάνεται ρίγος όταν αδειάζει μιλώντας για μύχια ζητήματα. Ακόμη και οι πράξεις της στο Ανόι, ο πόνος που προκάλεσε ή ένιωσε η ίδια, την παγώνουν, σαν να συναντιέται με φαντάσματα και να τη διαπερνά η κρυάδα τους. Αυτή την απόκοσμη παγωνιά μετουσιώνει σε ρόλο στην Εξαφάνιση, χαμένη στη σκούρα φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις (Νονός) και την αποστασιοποιημένη σκηνοθεσία του Πάκουλα, μοναδικό επίτευγμα με τόσα gros plans. Το να παρομοιάζει την ηθοποιία με την τέχνη της πορνείας, σαν προσωπικό ταξίδι με οδηγό την ίδια, είναι μια θαρραλέα πράξη, το να το πετυχαίνει στην εντέλεια είναι κατόρθωμα που δεν έχει επαναληφθεί. Το κοριτσάκι του μπαμπά έκανε εδώ όσα προσπάθησε με τον Γκοντάρ και τον Βαντίμ και τις πολιτικές της εξτραβαγκάντζες επί χρόνια, και συγκέντρωσε το θαυμασμό και το δέος από τους συναδέλφους και τον κόσμο. Το επόμενο της Όσκαρ, στον Γυρισμό, δεν άξιζε ούτε στο δεκαπλάσιο της Εξαφάνισης. Συνέχισε να παίρνει ρίσκα και να δοκιμάζεται, να προσπερνάει την ελιτίστικη στράτευση για χάρη των λαϊκών ερεισμάτων, αλλά αυτό και το Σκοτώνουν τα Άλογα όταν Γεράσουν δεν τα επανέλαβε. Είχε και την τύχη να βρεθεί σε ένα τυπικό δείγμα συναρπαστικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70, τότε που ο αμερικάνικος κινηματογράφος έπαιρνε διαζύγιο από το οργανωμένο παρελθόν του και τα ταλέντα αποκτούσαν φωνή, διαμαρτύρονταν με γοητευτικό τρόπο, ανταγωνιζόμενα στα ίσα τους Ευρωπαίους και τους Ασιάτες και ξεπερνώντας τους με διαφορά στήθους.