Η ταινία Οι γυναίκες του λεωφορείου 678 εξιστορεί μια σκληρή πλευρά της Αιγύπτου που δεν είναι ευδιάκριτη στους περαστικούς επισκέπτες. Πρόκειται για την πραγματικότητα τριών γυναικών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις στο Κάιρο που ενώνονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη σεξουαλική παρενόχληση που βιώνουν καθημερινά.

Ενώ η Φάιζα (Μπούσρα), μια συντηρητική μητέρα δύο παιδιών, προσπαθεί να βρει το δίκιο της, στην άλλη πλευρά της πόλης η Σέμπα (Nέλι Καρίμ), πλούσια σχεδιάστρια κοσμημάτων, θύμα η ίδια άγριας επίθεσης από ομάδα νέων ανδρών, δίνει διαλέξεις σε γυναίκες για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, προσπαθώντας να τις πείσει να μιλήσουν για το πρόβλημά τους.

Παράλληλα, η Νέλλη (Nahed El Sebai), ερασιτέχνης κωμικός, είναι η πρώτη γυναίκα στην Αίγυπτο που θα κινηθεί δικαστικά για τη βίαιη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε.

Μία από τις γυναίκες θα αποφασίσει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της και όταν οι άντρες επιχειρούν να την παρενοχλήσουν μέσα στο λεωφορείο, αυτή τους τραυματίζει με μαχαίρι στα σεξουαλικά τους όργανα. Αυτή της η ενέργεια την ενώνει με τις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, οι οποίες την εξιδανικεύουν, ενώ ο Έσσαμ (Maged El Kedwany), o ανακριτής της Αστυνομίας που ερευνά την υπόθεση, φτάνει στα ίχνη τους.

Ανάμεσα στο παλιότερο καλλιτεχνικό σινεμά του Γιουσέφ Σαχίν και του επιγόνου του, και αγαπημένου στα φεστιβάλ, Γιούσρι Νασραλά, και της τηλεόρασης, ο τοπικός κινηματογράφος στην Αίγυπτο κάνει τα δικά του, μικρά βήματα για να αποτυπώσει μια κοινωνία που στριμώχνεται στα πεινασμένα χνότα της ανέχειας και μιας δυτικότροπης, φιλελεύθερης μπουρζουαζίας που ανέρχεται, αλλά μοιάζει περιθωριακή – αντικείμενο φθόνου, απροσάρμοστη μέσα στα κατάλοιπα του ήπιου μωαμεθανισμού και στις ριζωμένες νοοτροπίες του. Είδαμε πριν από μερικά χρόνια το Μέγαρο Γιακουμπιάν, ένα σαφές ψηφιδωτό με θεατρική δομή. Οι Γυναίκες του Λεωφορείου καταγγέλουν τη σεξουαλική παρενόχληση και την αδυναμία της κοινωνίας να την αποδεχτεί ως σοβαρό φαινόμενο, και το κάνουν με δεδομένη τη σεξιστική νοοτροπία και τη σχηματική λύση, φανερώνοντας πως το σινεμά της χώρας, που διάγει φάση μετάβασης ή ενηλικίωσης, πρέπει να περάσει από τα στάδια της παιδικής ασθένειας πριν βάλει βαθύτερα το νυστέρι στα προβλήματα και μιλήσει με αποχρώσεις.