Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Ελρόι Μαύρη Ντάλια, μέρος της τετραλογίας νεο-νουάρ για το έγκλημα στο μεταπολεμικό Λος Άντζελες (μαζί με το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, το -πολύ δύσκολο να κινηματογραφηθεί- Μεγάλο Πουθενά και τη Λευκή Τζαζ) είναι και η πιο προσωπική του ιστορία. Η μητέρα του εκκεντρικού συγγραφέα είχε δολοφονηθεί κάτω από παρόμοιες συνθήκες με την Ελίζαμπεθ/Μπέτι Σορτ, μια στάρλετ η οποία στη δεκαετία του '40 ντυνόταν σαν την ομώνυμη ηρωίδα της ταινίας του 1946 με τον Ντάνα Άντριους -στα μαύρα με ένα λουλούδι στα μαλλιά-, και κατέληξε γυμνή, τεμαχισμένη και κατακρεουργημένη σε ένα χωράφι, μετά από μια από τις πολλές και περιπετειώδεις νυχτερινές της εξορμήσεις στην πόλη. (Η μητέρα τού Ελρόι στραγγαλίστηκε και πετάχτηκε στην άκρη ενός δρόμου.) Και στις δύο υποθέσεις οι ένοχοι δεν είχαν βρεθεί, και ο Ελρόι αποφάσισε -αναπλάθοντας την ιστορία της Ελίζαμπεθ-Mαύρης Ντάλιας-Σορτ- να δώσει μια αυθαίρετη λύση για δραματικούς λόγους, προφανώς ξορκίζοντας με τον πιο απλό ψυχαναλυτικό τρόπο στο πεδίο της λογοτεχνίας το κακό που τον στοίχειωσε και τον καθόρισε, ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Λόγω του γεγονότος αυτού, μάλιστα, έγραψε αργότερα και ένα βιβλίο αναφερόμενος άμεσα στη μητέρα του.

Αντίθετα με το Λος Άντζελες, Εμπιστευτικό του Κέρτις Χάνσον, που το κοινό και οι κριτικοί λάτρεψαν αλλά ο Ελρόι σιωπηλά αποδοκίμασε, η Μαύρη Ντάλια είναι του γούστου του, τη θεωρεί πιστή διασκευή και κινηματογραφικά ολοκληρωμένη - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό όταν προέρχεται από τον πλέον προκατειλημμένο από τους εμπλεκόμενους. Σε μια πρώτη ματιά η αίσθηση συγγενεύει με το νουάρ, και γι' αυτό «ευθύνονται» οι θρυλικοί συνεργάτες του Μπράιαν ντε Πάλμα, ο οπερατέρ Βίλμος Σίγκμοντ και ο σκηνογράφος Ντάντε Φερέτι, οι οποίοι προσέφεραν στον σκηνοθέτη το φωτισμό και τα ντεκόρ για να στεγάσει το διογκωμένο και επαναλαμβανόμενο στιλ του. Το δαιδαλώδες σενάριο, σε συνδυασμό με το απερίστροφο μπαρόκ του ντε Πάλμα, αποπροσανατολίζει συνεχώς τη σκέψη από τους πολλούς χαρακτήρες. Τους μεταχειρίζεται σαν πιόνια μιας νουάρ μοίρας και τους παγώνει το συναίσθημα, ακόμη κι όταν οι σκηνές εκλιπαρούν για πάθος. Οι δύο γυναίκες που διασώζονται, το καταφέρνουν από διαμετρικά αντίθετα μονοπάτια: Η Μία Κίρσνερ, πάλλευκη και ανερμάτιστη, η οποία υποδύεται την φιλόδοξη Ελίζαμπεθ με την ενδοτική ηθική, παραπαίει μέσα στο ψέμα που πρέπει να επινοήσει για την ταυτότητά της και απαθανατίζεται σε μια σειρά από home video αισθητικής δοκιμαστικά -τα περισσότερα με αυτοσχεδιασμό-, έχοντας τη φωνή του ίδιου του ντε Πάλμα να την ταΐζει με ερωτήσεις σχετικά με το ποια είναι και τι θέλει. Γίνεται ο μοναδικός φορέας ανθρωπιάς. Η άλλη, η μοιραία, κακομαθημένη και μυστηριώδης Μάντλιν Λίνσκοτ, κοπιάρει την Ντάλια επιδιώκοντας να μεταφράσει τη σαπίλα που βρυχάται στα θεμέλια της τρελής οικογένειας στην οποία ανήκει μέσω του σεξ με ένα διαστροφικό φλερτ, σαν να πλησιάζει τον θάνατο πηδώντας σε ξένα κρεβάτια. Η Χίλαρι Σουόνκ δίνει ενέργεια και κίνδυνο σε μια απροσδόκητη εμφάνιση μασκαρεμένων αναφορών που κάνει κτήμα της - και σίγουρα δείχνει υπέροχη και με φουστάνια. Οι δύο ηθοποιοί δεν κολλάνε με τους υπόλοιπους, παραδόξως όμως εκφράζουν το μεδούλι του Ελρόι. Ο ντε Πάλμα χάνει τελείως τους άνδρες πρωταγωνιστές του. Ο Τζος Χάρτνετ είναι τραγικά και αφελώς εκτός τόπου και ο Έκχαρτ τραγικά ανεκμετάλλευτος - και πιθανώς πετσοκομμένος ελλείψει χρόνου. Στην έτερη εβδομαδιαία παρουσία του, στο Thank you for Smoking, ακονίζει τα υποκριτικά του όπλα - για να μην ξεχνιόμαστε ως προς την αξία του. Το κλειδί της συγκίνησης, η Σκάρλετ Γιόχανσον, από υποψήφιο τραγικό θύμα καταντά μια παγωμένη καρτ ποστάλ εποχής, ενδεικτική της άδειας σκηνοθεσίας και του ξεστρατισμένου σεναρίου. Στο Λος Άντζελες, Εμπιστευτικό, η Κιμ Μπέισινγκερ αντίστοιχα προχωρούσε αγκαζέ με τα τραύματά της και απέκρουε την περιρρέουσα οργή των υπολοίπων με τη μνήμη και τη δύναμή της. Φυσικά και υπάρχουν χαζευτικά κομάτια στην ταινία - η δεξιοτεχνία του ντε Πάλμα είναι πάντα ικανή για πυροτεχνήματα, όπως είναι επιρρεπής και στην αργή κίνηση και τις σκάλες. Μιλάμε όμως για μια χαμένη ευκαιρία, αφού θέματα όπως το Χόλιγουντ, η διαφθορά, η προδοσία, η διαστροφή και το είδος του νουάρ περιορίζονται σε μια μπερδεμένη, εσωστρεφή άσκηση για παρανοϊκό φετιχισμό - με γνωστό βλέμμα αλλά βαριά ματιά, χωρίς δαίμονες και βάθος ψυχής. Κοινώς δεν πείθει, παρά τα εντατικά χορευτικά.