Στο «Τελευταίο Απόσπασμα» του Χαλ Άσμπι, από το 1973, δύο φαντάροι του Ναυτικού, καραβανάδες κατά μία έννοια, ο Τζακ Νίκολσον και ο Ράντι Κουέιντ, αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν έναν νεότερο, τρίτο παραβάτη και υπόδικο, αλλά στη διαδρομή τού δείχνουν τι σημαίνει ζωή και καλοπέραση, κάνοντας κι εκείνοι μια αλήτικη παρένθεση στην πεζή θητεία τους.

 

Το 2005, ο ίδιος συγγραφέας, ο Ντάριλ Πόνισκαν, έγραψε μια άτυπη συνέχεια με ήρωες τρεις βετεράνους κάποιας ηλικίας, σε παρόμοιου ύφους, αλλά διαφορετικού περιεχομένου αποστολή.

 

Ο Στιβ Καρέλ έχει μάθει πως ο γιος του σκοτώθηκε σε έναν ακόμα μάταιο αμερικανικό πόλεμο, στο Ιράκ, και για να παραλάβει τη σορό του έρχεται σε επαφή με τους μεγαλύτερους σε ηλικία πρώην συναδέλφους του, τον Μπράιαν Κράνστον που έχει μπαρ και δεν έκανε ποτέ οικογένεια και τον Λόρενς Φίσμπερν, ο οποίος έχει χειροτονηθεί ιερέας, υποτίθεται πως έχει αφήσει πίσω του το στρατιωτικό παρελθόν και τις κακές συνήθειες, αλλά αναγκάζεται, από συναισθηματικό εκβιασμό και φιλεύσπλαχνη χειρονομία, να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, διαπιστώνοντας πως τα πιπεράτα αντανακλαστικά έχουν μείνει ζωντανά στην ψυχοσύνθεσή του ‒ και δεν είναι απαραιτήτως μεμπτά.

 

Ο πένθιμος τόνος της ταινίας ανεβαίνει συνεχώς από τη ζωηρή, σχεδόν σαν παντομίμα, ερμηνεία του Μπράιαν Κράνστον, με φυσικό αντίδοτο την ενοχική μακαριότητα του Φίσμπερν.

Ο πένθιμος τόνος της ταινίας ανεβαίνει συνεχώς από τη ζωηρή, σχεδόν σαν παντομίμα, ερμηνεία του Μπράιαν Κράνστον, με φυσικό αντίδοτο την ενοχική μακαριότητα του Φίσμπερν. Ωστόσο, ο κεντρικός ρόλος ανήκει στις μελαγχολικές αντιδράσεις του Στιβ Καρέλ, ο οποίος για μια ακόμη φορά εκπλήσσει στον πάντα διακριτικό, βαθύ χειρισμό του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.

 

Πικρό και χαμηλόφωνο, το ελεγειακό πόνημα του Αμερικανού σκηνοθέτη πάνω στην αθέατη, τραγική πλευρά του εμπορεύσιμου ηρωισμού παραδόξως αγνοήθηκε στα περσινά βραβεία, ενώ έχει πολλά να πει και το κάνει με το απέριττο, απολύτως απαραίτητο πάντρεμα των συμβόλων της πατρίδας με την αίσθηση της απώλειας που βιώνουν με τον τρόπο τους οι τρεις άνδρες, ως ανθρώπινα sequels της επί χρήμασι υπηρεσίας σε πλαστά ιδανικά που καταρρέουν όσο περνούν οι δεκαετίες και οι πόλεμοι στήνονται σαν επικίνδυνα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα.