Πάντα της δίδασκαν να συμπεριφέρεται ισάξια σε όλους, απ’ όπου κι αν κατάγονται και ανεξαρτήτως χρώματος, ωστόσο δε μπορούν να δεχτούν ότι η κόρη τους έχει αρραβωνιαστεί έναν μαύρο άντρα. Οι γονείς του Τζον έρχονται από το Λος Άντζελες για το δείπνο, αλλά δεν ξέρουν ότι η Τζόι είναι λεύκη μέχρι που τη γνωρίζουν. Ο Ράιαν, ένας καθολικός ιερέας και στενός φίλος του Τζον, είναι η μοναδική φωνή της λογικής στο δείπνο αυτό.
Οσκαρικό δράμα από τον άρχοντα των ταινιών με κοινωνική συνείδηση, παραγωγό και σκηνοθέτη Στάνλεϊ Κρέιμερ, που αντικατοπτρίζει την αστική και χολιγουντιανή αντιμετώπιση του ρατσισμού σε μια εποχή εξεγέρσεων κι έντονων διεκδικήσεων. Μέσα στο σπιτικό των φιλελεύθερων και προοδευτικών γονιών, το δίλημμα τούς χτυπάει την πόρτα με τον πιο βίαιο τρόπο: η έξυπνη, μορφωμένη, όμορφη, κατάξανθη μοναχοκόρη τους έρχεται φουλ ερωτευμένη μ’ έναν καθόλα αξιοπρεπή «νέγρο» και θα πρέπει να περάσουν το τεστ της πράξης, μετά από μια ζωή θεωριών για τη μισαλλοδοξία και την ελευθερία. Μέσα σε ένα σπίτι γαλήνιο και ζεστό, με καλό γούστο, υπέροχο κήπο και θέα που κόβει την ανάσα, το δράμα εκτυλίσσεται σε διδακτικούς διαλόγους, συγκίνηση και τρυφερό μελόδραμα. Υπάρχουν δύο τρόποι να αξιολογήσετε την ταινία. Ή να τη θεωρήσετε μια δεινοσαυρική ταινία, πομπώδη και αναχρονιστική, ελαφρώς εκτός τόπου, ακόμη και για την εποχή της, σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα που ανέκυπταν στην αμερικανική κοινωνία με μεγάλη ταχύτητα. Ή να τη δείτε ως μια ειλικρινή προσπάθεια του συστήματος να εκθέσει και να επικοινωνήσει, με ευαισθησία και κατανόηση, ένα ακανθώδες θέμα, ενορχηστρωμένο και παιγμένο με φυσικό και  αρμονικό τρόπο από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους ηθοποιούς της περιόδου εκείνης, ειδικά από το μυθικό ζευγάρι των Χέμπορν-Τρέισι. Χωρίς να παραγνωρίζω το λούστρο, προσωπικά επιλέγω τη δεύτερη λύση. Βοηθάει το συναισθηματικό κομμάτι που αγγίζει τη μυθολογία. Πρόκειται για την τελευταία ταινία του μεγάλου ηθοποιού Σπένσερ Τρέισι, την οποία γύρισε σοβαρά άρρωστος κι επέμεινε να ολοκληρώσει μέχρι τέλους - ο Τρέισι ήταν τόσο αδύναμος, που στις μεγάλες του σκηνές έπρεπε να διακόπτεται γιατί δεν άντεχε εκτεταμένες λήψεις, και πέθανε μερικές μέρες μετά το πέρας των γυρισμάτων. Αντί γι’ αυτόν, η Κάθριν Χέμπορν ανταμείφθηκε με το Όσκαρ συμβολικά και για τους δυο τους, σε μια από τις εκπλήξεις της χρονιάς. Μια καταπληκτική ανάλυση για τη βαθύτερη σημασία του Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ (το οποίο έχει γίνει απλώς χαριτωμένο remake με τον Άστον Κούτσερ, με αντεστραμμένους τους χρωματικούς ρόλους) έχει κάνει ο Μαρκ Χάρις στο βιβλίο του Pictures at a revolution, όπου εξηγεί πως από τις πέντε υποψήφιες ταινίες για το Όσκαρ του 1967, το Dr Dolittle εκπροσωπούσε την πλήρως αρτηριοσκληρωτική αντίληψη της Ακαδημίας και των γηραιών μελών της που δεν χαμπάριαζαν τίποτε, το Μάντεψε και η Ιστορία ενός εγκλήματος, και πάλι με τον Σίντνεϊ Πουατιέ, βρίσκονταν στο μεταίχμιο του συστήματος των στούντιο και της ανοιχτής ματιάς προς έναν κόσμο που άλλαζε με άξονα το πρόβλημα του ρατσισμού, και οι άλλες δυο, Ο Πρωτάρης και το Μπόνι και Κλάιντ, γκρέμιζαν τη σκουριά και προέλαυναν για τη δημιουργία του Νέου Χόλιγουντ, με τεράστια επιτυχία, απευθυνόμενα σ’ ένα νέο και διψασμένο κοινό, που επιτέλους αναγνωριζόταν και καλλιτεχνικά από το σινάφι.