Τρεις γενιές Ταρκόφσκι συναντιούνται σε ένα ντοκιμαντέρ, με τον γιο του μεγάλου σκηνοθέτη να παρουσιάζει ένα εντυπωσιακού μεγέθους οπτικοακουστικό υλικό που αποκωδικοποιεί το σινεμά του πατέρα του, διακόπτοντας σε σημεία την αφήγηση για την απαγγελία στίχων του ποιητή παππού του.

 

Αυτό που πετυχαίνει, σε σχέση με τον πατέρα του, είναι να δημιουργήσει ένα συμπλήρωμα στα βιβλία που είχε γράψει ο τελευταίος, ειδικότερα στο Σμιλεύοντας τον χρόνο, εκεί όπου είχε την ευχέρεια να εξηγήσει αναλυτικά το έργο του και το πώς βλέπει το σινεμά σε σχέση με τον θεατή.

 

Για τον Αντρέι Ταρκόφσκι τα δημιουργήματά του δεν μπορούν να περιοριστούν στον χώρο του κινηματογράφου και περιγράφονται καλύτερα ως έργα ποίησης, πλάι σε αντίστοιχα μουσικών και πεζογράφων. Μιας ποίησης, όμως, που έχει βασικό στόχο την επικοινωνία με το κοινό, όπως προδίδουν πολλές φορές τα λόγια του, για παράδειγμα αποκαλύπτοντας πως μια καθαρίστρια έτυχε κάποτε να κατανοήσει καλύτερα μια ταινία του από το περισπούδαστο κοινό και τους κριτικούς.

 

Η ανάγκη του για ένα σινεμά για όλους, η αναγκαστική εφευρετικότητα που έπρεπε να έχει, δημιουργώντας υπό την επίβλεψη κρατικών αξιωματούχων, και η σχεδόν ερωτική σχέση του με τη φύση και την απλότητά της παραδίδουν στα μάτια του θεατή έναν άνθρωπο που απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του αυτιστικού δημιουργού με το οποίο έχει κατά καιρούς συνδεθεί στερεοτυπικά το σινεμά του.