Ενώ ο σκηνοθέτης δεν έχει περάσει ακόμα στη σφαίρα του auteur (η προσθήκη του ονοματεπώνυμού του στον τίτλο έγινε για να μη δημιουργηθεί σύγχυση με το ελεεινής σύλληψης και εκτέλεσης Covenant του Ρένι Χάρλιν απ’ το 2006, αν και η απλούστερη λύση θα ήταν να βαφτιστεί αλλιώς), ο Άρρηκτος Δεσμός δεν είναι τυπική περιπέτεια του Γκάι Ρίτσι ούτε η κατηγοριοποίηση του ως πολεμικό θρίλερ τη χαρακτηρίζει σωστά.
Ο πόλεμος είναι εκεί, το Αφγανιστάν το φόντο, ένα γνώριμο θέατρο απειλής προερχομένης από τους «άλλους» με ένα ενδιαφέρον twist: ο μεταφραστής, στην προκείμενη περίπτωση ο Αχμέντ, που έχει αντικαταστήσει τον προκάτοχό του, ο οποίος σκοτώθηκε σε ενέδρα, και συνοδεύει τον Αμερικανό αξιωματικό Τζον Κίνλι στην τελευταία του αποστολή προτού επιστρέψει στο σπίτι και την οικογένειά του, εκπροσωπεί μια υπολογίσιμη κοινότητα Αφγανών που όχι μόνο δεν δέχτηκαν να ενστερνιστούν τη φιλοσοφία και την πρακτική των Ταλιμπάν αλλά αντιμετωπίστηκαν ως προδότες, αυτοί και οι συγγενείς τους, όταν επέλεξαν να επιζήσουν βοηθώντας των εχθρό.
Ο Γκάι Ρίτσι συλλαμβάνει αποσπασματικά και ευθύβολα το δίλημμα του ξένου στον ίδιο του τον τόπο και δημιουργεί υπόκωφη ένταση όταν ο Αχμέντ υπερβαίνει το προκαθορισμένο του καθήκον, κάνοντας αναγνωριστικές παρατηρήσεις για να βοηθήσει, αν και προκαλεί αμήχανες αντιδράσεις και σχόλια καχυποψίας. «Η δουλειά μου δεν είναι να μεταφράζω, αλλά να ερμηνεύω», διευκρινίζει, όταν ανακαλείται στην τάξη, δείχνοντας τσαγανό και προσωπικότητα που οι συνάδελφοί του προφανώς δεν είχαν.
Το ποιος είναι αποδεικνύεται εκ των περιστάσεων: όταν η μονάδα του Κίνλι ξεπαστρεύεται και εκείνος και ο βαριά τραυματισμένος «προϊστάμενός» του είναι οι μόνοι που καταφέρνουν να ξεφύγουν, ο Αχμέντ αποσοβεί τον επικείμενο βασανισμό του και τον σώζει κουβαλώντας τον με κάρο, χρηματίζοντας όποιον σχετικά ουδέτερο συμπολίτη του βρίσκει στο διάβα του, παραδίδοντάς τον ζωντανό στους δικούς του μετά από μια ηράκλεια περιήγηση στα βραχώδη λημέρια των φανατισμένων ανταρτών που είχαν εκδώσει κανονικό φετφά εναντίον τους.
Με εξαίρεση το κάπως ποζάτο ξεκίνημα, με τα ονόματα των στρατιωτικών να ξεδιπλώνονται δίπλα στα πρόσωπά τους, και κάποιους μάτσο διαλόγους, ο Άρρηκτος Δεσμός συνέρχεται από μια πρώτη, απατηλή πρόθεση για μια ακόμη γενικευμένη ατμόσφαιρα απολιτίκ πολεμικού πνεύματος που δημιουργεί σύγχυση και μαζεύεται γρήγορα σε ένα δράμα εμπιστοσύνης και φιλίας, λακωνικό και εγκρατές στους αραιούς διαλόγους, ρεαλιστικό στην απεικόνιση της δράσης, αν και προσανατολισμένο στα συγκεκριμένα πρόσωπα και όχι στις τυχάρπαστες εκρήξεις και το corps à corps σπλάτερ.
Από τη στιγμή που ο Κίνλι φτάνει στον προορισμό του ως εκ θαύματος και προσπαθεί απελπισμένα, εκτός από το να συνέλθει, να παρακάμψει τη στρατιωτική γραφειοκρατία, να εντοπίσει τον σωτήρα του μέσα στο μετα-μιλιταριστικό χάος της χώρας και το μετέωρο καθεστώς της μετάβασής του στις ΗΠΑ, και να του ανταποδώσει την ύστατη χάρη, αναρωτιόμαστε τι πυροδότησε το κουράγιο και την υπεράνθρωπη δύναμη του Αχμέντ: οι δεύτερες σκέψεις της δικής του επιβίωσης ή η αρετή της συνείδησης και της αλληλεγγύης; Θα το μάθουμε σε ένα ευδιάκριτο δεύτερο μέρος που μας μεταφέρει στην κόλαση, αλλά με αντεστραμμένους όρους.
Η ταινία χρειάζεται υπομονή και παρότι δεν διαθέτει κάτι πρωτότυπο ή αποκαλυπτικό, ανακουφίζει με την αυτοσυγκέντρωση και την αποτελεσματικότητά της, ειδικά επειδή προέρχεται από τον κολπατζή δημιουργό της ανανεωμένης ψυχαγωγικής, σασπένς δράσης μεγάλου προϋπολογισμού. Στην κοσμοθεωρία του Ρίτσι, όπου η φόρμα της διασκέδασης συνήθιζε να υπερέχει του περιεχομένου ουσίας, οι ερμηνείες εξυπηρετούσαν, σχεδόν σέρβιραν το σεναριακό του σχήμα, ανάλογα πάντα με τη δεξιοτεχνία του ηθοποιού ‒και το κέφι του σταρ, που το γλεντούσε, όπως ο Μπραντ Πιτ και βέβαια ο Ρόμπερτ Ντάουνι‒, ο Τζέικ Τζίλενχαλ και ο Νταρ Σαλίμ αναπνέουν αρμονικά χωρίς να χρειάζονται γραφικές αντιπαραθέσεις φονικής έντασης και προφανή κοντράστ κουλτούρας. Βασικά, δεν αντιπροσωπεύουν τον κλασικό Αμερικανό και τον αναμενόμενο Αφγανό.
Έχοντας στο ενεργητικό τους το Brothers του Τζιμ Σέρινταν και το θαυμάσιο A War του Τομπίας Λίντχολμ αντίστοιχα, εδώ έχουν την ευκαιρία να προσεγγίσουν τον ίδιο πόλεμο από διαφορετική σκοπιά. Ο Τζίλενχαλ είναι, όπως πάντα, καλός, αφοσιωμένος, αν και εκπλήσσει λιγότερο απ’ όσο στο Jarhead του Σαμ Μέντες. Η ταινία ανήκει στον Δανό Νταρ Σαλίμ που προσδίδει από τις πρώτες σκηνές του αμφισημία και ιδιοσυγκρασία στον χαρακτήρα του, καταφέρνοντας έτσι να τον κάνει απαραίτητο, ακόμη κι όταν απουσιάζει.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0