Το Inside the yellow cocoon shell έρχεται με αποθεωτικές κριτικές από το εξωτερικό αλλά και με έναν «αστερίσκο» που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από τα (αμέτρητα) αστεράκια: πρόκειται για έναν αγνό και περήφανο εκπρόσωπο του επονομαζόμενου slow cinema. Τι συνεπάγεται αυτό χονδρικά; Βραδύτατους ρυθμούς, στατικά πλάνα, επιμήκυνση κάθε σκηνής και παύσεις μεταξύ των διαλόγων – αυτό το τελευταίο συχνά μετατρέπεται από απλό στοιχείο της φόρμας σε κινηματογραφική νόσο και το εν λόγω φιλμ δεν το λες και… ελεύθερο μικροβίων.

 

Το ντεμπούτο του Βιετναμέζου Φαμ Τιεν-Αν είναι, λοιπόν, μια arthouse δημιουργία, μια «σινεφίλ» ταινία, όπως έχουμε συνηθίσει να τις αποκαλούμε στα μέρη μας. Οποιοσδήποτε δεν εκτιμά το σινεμά αυτής της ιδιοσυγκρασίας, θα αναρωτηθεί προς τι τόση βαβούρα, θα απορήσει με τον γαλαξία αστέρων και ενδεχομένως θα δυσανασχετήσει με την «αυταρέσκεια» της κριτικής και την απόκλισή της από τη γνώμη του, η οποία, στον καιρό του σοσιαλμιντιακού δογματισμού και της παρεπόμενης φιλαυτίας, συνιστά την κυρίαρχη πηγή αυθεντίας.

 

Αντίθετα, όποιος αγαπά το συγκεκριμένο σινεμά, θα αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε καλά χέρια ήδη από την εισαγωγική σεκάνς. Πρόκειται για ένα tracking shot που ξεκινά από ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με μια μασκότ σε πρώτο πλάνο να κάνει τα δικά της. Στη συνέχεια η κάμερα μετακινείται στο υπαίθριο μπαρ δίπλα, όπου μια τριμελής παρέα συζητά για την απόφαση ενός μέλους της να μεταβεί στην επαρχία, αναζητώντας, αν όχι το νόημα της ζωής, ένα νόημα στη δική του ζωή. Μια πλανόδια έρχεται για να πωλήσει την πραμάτεια της, σερβιτόροι γεμίζουν τους κουβάδες με πάγο, ενώ στην τηλεόραση ο Κολάροφ σκοράρει με εκείνο το απίθανο φάουλ στον αγώνα της Σερβίας εναντίον της Κόστα-Ρίκα στο Μουντιάλ του 2018. Στη συνέχεια έρχεται βροχή, ενώ ένα ατύχημα συμβαίνει λίγο πιο δίπλα στον δρόμο, με τον φακό να μετακινείται ξανά για να καταγράψει το αποτέλεσμά του. Το ατύχημα έχει προσωπικό ενδιαφέρον για ένα άλλο μέλος της παρέας, μόνο που, έτσι κλεισμένο όπως είναι στο «κουκούλι» του, θα το διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Από την παραπάνω περιγραφή και μόνο αντιλαμβάνεστε ότι μέσα στο κάδρο συμβαίνουν ταυτόχρονα μικρά και μεγάλα δράματα, τα οποία ενεργοί και παθητικοί χαρακτήρες εντός του αδυνατούν ή αδιαφορούν να συλλάβουν εξ ολοκλήρου. Κι εμείς, ως θεατές, αντίστοιχα, ίσως να δώσαμε μεγαλύτερη σημασία σε όσα έλεγε η τριπλέτα, ίσως να εστιάσαμε εξ ολοκλήρου στους υπότιτλους ή στην επίκληση της ανάμνησης του προαναφερθέντος αγώνα μουντιάλ. Κλεισμένοι στο «κουκούλι» μας, δεν μπορέσαμε να συλλάβουμε την ευρύτερη εικόνα, έχοντας συνηθίσει να εστιάζουμε σε ό,τι βρίσκεται μπροστά μας και να απαιτούμε αμεσότητα.

 

Στα 179 λεπτά που διαρκεί η ταινία ακολουθούμε έναν χαρακτήρα που επιστρέφει από την πόλη στην επαρχία, αναγκάζεται να αφουγκραστεί ένα σύμπαν πέρα από τον μικρόκοσμό του και τελικά «μεταμορφώνεται» σε ένα πιο ολοκληρωμένο ον. Ο Βιετναμέζος δημιουργός προτρέπει κι εμάς, ως θεατές, να πράξουμε το ίδιο, να παρατηρήσουμε δηλαδή τη ζωή μέσα στο κάδρο και να μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα – χαρακτηριστική η σκηνή μιας γαμήλιας τελετής, όπου αιφνιδιαζόμαστε, όταν ξαφνικά γίνεται ένα rewind στα δρώμενα, για να διαπιστώσουμε ότι παρακολουθούσαμε ένα βίντεο που επεξεργάζεται ο ήρωας στον υπολογιστή του.

 

Οι συγκρίσεις με το σινεμά του Τσάι Μιν Λιανγκ και του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν είναι εύλογες, εμείς θα εμπλουτίζαμε την ονοματολογία και με το όνομα του Έντουαρντ Γιανγκ, αν θέλουμε να επιμείνουμε σε πρόσφατους, ως προς την ιστορία του μέσου, δημιουργούς. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν υπάρχει κάποιος νεωτερισμός στη φόρμα ή στο περιεχόμενο ώστε να ισχυριστούμε ότι ο Τιεν Αν Φαμ αφήνει το προσωπικό του στίγμα. Πρόκειται, όμως, για το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο ενός άξιου μαθητή, το οποίο σε κάνει να αναρωτιέσαι σε τι θα μεταμορφωθεί το σινεμά του όταν κι αυτό με τη σειρά του βγει από το κουκούλι του.