Τριάντα χρόνια μετά το Φόρεστ Γκαμπ, η οικογένεια της κινηματογραφικής οδύσσειας του αφελούς σοφού που διέσχισε ολόκληρη τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία και κέρδισε 6 Όσκαρ, στερώντας τα από το Pulp Fiction, συναπαντάται σε ένα ακόμη τολμηρότερο φιλμικό εύρημα. Με την κάμερα ακλόνητα σταθερή στα 146 από τα 147 λεπτά της συνολικής διάρκειας της ταινίας σε ένα και μόνο γεωγραφικό σημείο –από τότε που ήταν ελεύθερο γήπεδο για τους δεινόσαυρους μέχρι τη στιγμή που μετατράπηκε στο καθιστικό ενός σπιτιού παραλλαγμένου ελαφρά από τις ανακαινίσεις του κι έπειτα, περνώντας ενδιαμέσως από αυτόχθονες και επιφανείς εποίκους–, το Εδώ καταγράφει τι συμβαίνει στο συγκεκριμένο κάδρο, ανοίγοντας μερικά παράθυρα μέσα στο πλάνο για να εμπλουτίσει την παράλληλη δράση και σπάζοντας σποραδικά την αναγκαστική θεατρικότητα!
Μέσα σε διάστημα χιλιετιών, ο Ρόμπερτ Ζεμέκις επικεντρώνεται κυρίως στο σπιτικό ενός απογοητευμένου βετεράνου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου· γιος του είναι ο Τομ Χανκς που έχει παντρευτεί την αγαπημένη του από τα εφηβικά του χρόνια, Ρόμπιν Ράιτ. Μέχρι το φινάλε, όταν η κάμερα επιτέλους δραπετεύει από το παράθυρο για να προσγειωθεί στην ταράτσα της σημαίνουσας οικίας ακριβώς απέναντι, με τις χαρές και τα βάσανα δυο ερωτευμένων ψυχών που μια πρόωρη εγκυμοσύνη αιχμαλώτισε στους τέσσερις τοίχους του φορτωμένου από αναμνήσεις πατρικού, πολλές ζωές περνούν μπροστά από τα καθηλωμένα μάτια του θεατή.
Η επεισοδιακή δομή της ταινίας συγγενεύει περισσότερο με ένα θεατρικό έργο πολλαπλών πράξεων και ακαδημαϊκού ύφους, τοποθετημένο ωστόσο σε ένα πειραματικό πλαίσιο. Η γλώσσα του άλλοτε θυμίζει το Δεν θα τα πάρεις μαζί σου των Μος - Κάουφμαν ή τα βαριά δράματα του Άρθουρ Μίλερ, και όποτε έρχεται στον αιώνα μας, μια νατουραλιστική σοβαρή κομεντί χωρίς σαφή προσανατολισμό. Ο κατακερματισμός της δράσης συνοδεύεται από την εφαρμοσμένη τεχνολογία που τόσο γοητεύει τον Ζεμέκις και είναι προφανές πως τον σκηνοθέτη του Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ και της Επιστροφής στο μέλλον απασχολεί σταθερά το ίδιο το ακριβό του παιχνίδι και όχι τόσο με τη δραματική συνοχή.
Χωρίς τα καταστροφικά αποτελέσματα του πρόσφατου Welcome to Marwen, στη διαδρομή πέφτει στην παγίδα: οι εμβόλιμες ιστορίες είναι στην καλύτερη περίπτωση αξιοπερίεργα πυροτεχνήματα και στη χειρότερη απλώς αδιάφορες, ενώ το κυρίως μενού με το love story των Χανκς και Ράιτ πάσχει από σκηνοθετική διεύθυνση και χωλαίνει στην πράξη, αφού τα πρόσωπά τους στη νεανική τους φάση μοιάζουν κοσκινισμένα από ένα βαρύ φίλτρο και η φωνή του Χανκς ακούγεται ευδιάκριτα μεσήλικη, ποτέ φρέσκια και εφηβική. Ένα ευγενές στοίχημα που επιδιώκει συγκίνηση και τελικά ραψωδεί την ήττα του συναισθήματος από τα εφέ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0