Ένα πολύ χαριτωμένο κινηματογραφικό ανέκδοτο των ’90s αφορά το Wag the Dog του Μπάρι Λέβινσον, μια ταινία όπου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εμπλέκεται σε ερωτικό σκάνδαλο και ένα κινηματογραφικό συνεργείο αναλαμβάνει να «σκηνοθετήσει» τεχνητό πόλεμο με την Αλβανία για αντιπερισπασμό – κι όμως, η παραγωγή ξεκίνησε πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο Λεβίνσκι. Συμπτωματικά, ο τότε Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον συνάντησε τον σκηνοθέτη Μπάρι Λέβινσον και τους πρωταγωνιστές Ρόμπερτ ντε Νίρο και Ντάστιν Χόφμαν σε ξενοδοχείο της Ουάσινγκτον την περίοδο των γυρισμάτων. Όταν ο Κλίντον ρώτησε τον Ντε Νίρο ποιο είναι το θέμα της ταινίας τους, αυτός κοίταξε αγχωμένος τον Λέβινσον, ο Λέβινσον γύρισε εσπευσμένα στον Χόφμαν κι εκείνος, μετά από μερικά δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, άρχισε να χορεύει. 

 

Θυμηθήκαμε το παραπάνω ανέκδοτο επειδή και στο Armand, όταν ο Χάλνφαντ Ούλμαν Τόντελ δεν ξέρει πώς να προωθήσει τον μύθο, το ρίχνει στον χορό. Κι αν ο Ντάστιν Χόφμαν δικαιολογείται, καθώς είχε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να αντιδράσει και έπρεπε να αυτοσχεδιάσει, ο Νορβηγός δημιουργός είχε όλο τον χρόνο μπροστά του για να δουλέψει πάνω στο σενάριό του. Για κάποιους αυτά τα εξωπραγματικά διαλείμματα μπορεί να αποτελέσουν ευχάριστές εκπλήξεις ως στοιχεία διαφοροποίησης, είναι όμως ενδείξεις μιας γενικότερης αναποφασιστικότητας και δημιουργικής «υπερφόρτωσης». 

 

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο εγγονός του Σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Νορβηγίδας Λιβ Ούλμαν δεν στρέφεται για έμπνευση στους παππούδες τους αλλά στις ασκήσεις δυσφορίας άλλων Σκανδιναβών, των Δανών Τόμας Βίντερμπεργκ και Λαρς φον Τρίερ και των επιγόνων τους. Ο Αρμάντ του τίτλου είναι το εξάχρονο παιδί της Ελίζαμπεθ, γνωστής ηθοποιού που αποσύρθηκε από τα φώτα της διασημότητας. Όταν κατηγορείται ότι παρενόχλησε σεξουαλικά τον καλύτερό του φίλο στο σχολείο, οι υπεύθυνοι του σχολικού συγκροτήματος καλούν τη μητέρα του για να το συζητήσουν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Κατά το πρώτο του ημίωρο το φιλμ θυμίζει το (καταπληκτικό) Τeachers’ Lounge, επικαλούμενο το μοτίβο ζητημάτων που θα μπορούσαν να έχουν λυθεί εύκολα, μα περιπλέκονται από τους ενήλικες, και εκείνο της κατάδειξης των πρωτοκόλλων συμπεριφοράς ως φερετζέδων φαρισαϊσμού. Η συνέχεια βυθίζεται όλο και βαθύτερα σε μια άβυσσο επιτήδευσης –κυριολεκτικά, όσο περνά η ώρα η ταινία σκοτεινιάζει– και σε μια καταγέλαστη απόπειρα πρόκλησης αμηχανίας. Οι σεναριακές ανατροπές συστήνονται μα δεν αξιοποιούνται δραματουργικά, η τεχνητή εκφορά των διαλόγων ελαττώνει αντί να αυξάνει την ένταση, ενώ η χρήση του κεντρικού μουσικού θέματος της Καραΐνδρου από το Μια αιωνιότητα και μια μέρα προκαλεί θλίψη αντί για χαμόγελα, καθώς παραπέμπει σε μια σαφώς πιο συγκροτημένη δημιουργία που μάλλον θα προτιμούσαμε να παρακολουθούμε. 

 

Τέλος, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια του σκηνοθέτη της να την εκθέσει, η Ρενάτε Ρέινσβε όχι μόνο διασώζεται αλλά αποδεικνύει ότι πληροί τις προδιαγραφές για να γίνει η επόμενη μεγάλη ερμηνεύτρια της γηραιάς ηπείρου. Της αξίζουν καλύτερες ταινίες.