Το γνωστό ρητό θέλει τις παρέες να γράφουν ιστορία. Αν αναφερόμαστε σε μια ομάδα ανθρώπων με κοινό στόχο που τα βρίσκουν μεταξύ τους και τον επιδιώκουν από κοινού, μπορούμε να το καταλάβουμε και να το αποδεχτούμε, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο στόχος επηρεάζει έναν ευρύτερο αριθμό τρίτων. Συνήθως αυτή η ιστορία αφορά αποκλειστικά την παρέα. Και όταν τα μέλη της παρέας έχουν χαθεί και ξανασυναντηθούν μετά από καιρό, η επανένωση αποτελεί ένα ραντεβού με την ιστορία, για να χρησιμοποιήσουμε ένα δημοφιλές εγχώριο σύνθημα που έκανε θραύση την περίοδο που κυκλοφόρησε η ταινία. 

 

Στη Μεγάλη Ανατριχίλα, όπου πρωταγωνιστεί μια μεικτή ομάδα (μεταγενέστερων) πρωταγωνιστών των ’80s, μια παρέα φίλων ενώνεται ξανά μετά από χρόνια. Aφορμή η κηδεία ενός μέλους της – άλλωστε, μετά τα πρώτα -άντα τα reunions γίνονται κυρίως σε γάμους, βαπτίσεις και κηδείες. Θα περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μαζί, έχοντας συντροφιά και έναν outsider, τη νεαρή φίλη του εκλιπόντα, που θα συνδεθεί μαζί τους επειδή φέρει κάτι από το πνεύμα του. Μέσα σε αυτό το Σαββατοκύριακο το παρελθόν θα ξυπνήσει, ανεκπλήρωτοι έρωτες θα φουντώσουν, κοιμώμενες έριδες θα ενεργοποιηθούν και η διάθεση για σαχλαμαρισμούς θα επανέλθει ως μέρος όσων τους ένωσαν κάποτε.

 

Κάποια χαρακτηριστικά τους παρέμειναν αναλλοίωτα, οι ρόλοι ανάμεσά τους μοιάζουν μοιρασμένοι από παλιά. Η Γκλεν Κλόουζ, για παράδειγμα, είναι η μητέρα της συντροφιάς – προ Ολέθριας Σχέσης και Επικίνδυνων Σχέσεων η Κλόουζ είχε τυποποιηθεί σε μητρικούς ρόλους. Έχει μάλλον την πιο στενόχωρη ιστορία, καθώς ήταν ερωτευμένη με τον νεκρό, μα θλίβεται βωβά, προτιμά να μοιράσει χαμόγελα και να φροντίσει τους πάντες, εν μέρει σε μια προσπάθεια εξορκισμού της επώδυνης αλλαγής. Επιτρέψτε μας να κάνουμε μια παρένθεση στο σημείο αυτό, για να επισημάνουμε πόσο ανεπτυγμένο ερμηνευτικό ένστικτο είχε η Κλόουζ από την αρχή της καριέρας της. Σε μια σκηνή όπου η σύντροφος του νεκρού μιλά τρυφερά για εκείνον και για τις συνήθειές του, βλέπουμε την Κλόουζ μέσα στο κάδρο να ρίχνει ένα βλέμμα κινούμενο μεταξύ ζήλιας και (διακριτικής) απαξίωσης, αναδεικνύοντας μία ακόμα πτυχή του χαρακτήρα της και γνωστοποιώντας στον θεατή τη διάθεσή της απέναντι σε εκείνη που έχει τον λόγο. Κι όλα αυτά με μια στιγμιαία επινόησή της, καθώς στο σενάριο δεν μετέχει ενεργά στη σκηνή.

 

Ωστόσο, μαζί με όσα έμειναν ίδια, υπάρχουν κι εκείνα που άλλαξαν. Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, κανόνες ηθικής που ποδοπατήθηκαν, μια σειρά από «εγώ ποτέ» του παρελθόντος, με τα οποία το παρόν γελάει κελαρυστά. Αλλάζουμε, πότε προς το καλύτερο, κάποτε προς το χειρότερο, και η παλιοπαρέα, ως κομμάτι της προσωπικής ιστορίας μας, έρχεται για να επισημάνει την αλλαγή, με όλες τις ματαιώσεις και τις διαψεύσεις της, και να μας βυθίσει στη μελαγχολία της νοσταλγίας. Όμως, την ίδια στιγμή υπογραμμίζει εμφατικά κι εκείνο που παραμένει σταθερό μέσα στον χρόνο, την ανάγκη μας για μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις τρυφερότητας, για χορευτικές παρορμήσεις και μουσικές εκτονώσεις, για εξηγήσεις και εξομολογήσεις, για φλερτ και για έρωτα – για παρέα, εν ολίγοις. Και η συγκεκριμένη παρέα, μέσα από το δράμα της, μέσα από τη δική της ιστορία δηλαδή, κατάφερε να γράψει ιστορία κινηματογραφική ως χαρακτηριστικό δείγμα του εμπορικού σινεμά των ’80s, αλλά και μουσική: κυκλοφόρησαν όχι ένα αλλά δύο σάουντρακ με τραγούδια της ταινίας, όλα τους από τα νεανικά χρόνια των ηρώων, τα ’60s και τα ’70s. 

 

Eίναι ταινία που ωφελεί να βλέπεις ανά τακτά (ή άτακτα) χρονικά διαστήματα η Μεγάλη Ανατριχίλα. Κάνει καλό να την επιθεωρείς, όχι τόσο για να τσεκάρεις πού στέκεσαι ως προς αυτή αλλά πού βρίσκεσαι σε σχέση με σένα και τους γύρω σου. Όταν τη χρειάζεσαι, σου λέει πολλά. Όταν δεν την πολυέχεις ανάγκη, σου λέει λιγότερα, αλλά γνωρίζεις ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Πάνω κάτω το ίδιο ισχύει και για τις παρέες.