Η ταινία ξεκινά με το πρωινό ξύπνημα δύο παιδιών. Επιμελής μαθητής το ένα, το άλλο η χαρά της αναβλητικότητας. Είκοσι χρόνια μετά, η σκηνή επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια, δίχως να έχει αλλάξει τίποτα πέρα από τα σώματά τους. Το δεύτερο «παιδάκι», o Mιλάν, είναι αυτό που θα μας απασχολήσει στην ιστορία μας. Μετά από μια παρεξήγηση στο σούπερ μάρκετ όπου εργάζεται, η οποία θα οδηγήσει στον τραυματισμό μιας ηλικιωμένης, ο Μιλάν θα οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου και θα καταδικαστεί σε τριακόσιες ώρες κοινωφελούς εργασίας σε έναν οίκο ευγηρίας.

 

Εκεί ξεκινά και η ταινία μας, που θα οδηγήσει στην ωρίμανση του χαρακτήρα μέσω του συγχρωτισμού του με τους ηλικιωμένους αλλά και στην κυριολεκτική απελευθέρωση των τελευταίων χάρη σ’ αυτόν – μια εξαιρετικά αμήχανη τελική σεκάνς. Ο δρόμος μέχρι εκείνο το σημείο είναι στρωμένος με σαχλά αστειάκια, τα οποία ξεθυμαίνουν γρήγορα, και με κλισέ μαθήματα ζωής που προκύπτουν λιγότερο γλυκανάλατα μόνο επειδή έρχονται από χαρακτήρες μεγαλύτερης ηλικίας, εκτός, φυσικά, αν ανήκετε σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που λένε «ok boomer» συχνότερα από «καλημέρα», οπότε το αποτέλεσμα για εσάς θα είναι το ακριβώς αντίθετο.

 

Εμείς, πάντως, τη βρήκαμε αγέλαστη την «Πανσιόν», φταίει γι’ αυτό και ο Κεβ Άνταμς, που είναι κάτι σαν τον Γάλλο Άνταμ Σάντλερ, δηλαδή καλύτερος ως everyman παρά ως κωμικός. Αν κάπως σώζεται, ας το πιστώσουμε σε μερικές τρυφερές στιγμές των βετεράνων του καστ.