Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να υπάρχει κάποια μυστική συμφωνία μεταξύ των δημιουργών του παγκόσμιου σινεμά να τοποθετούν τους τίτλους αρχής της ταινίας τους σε προχωρημένο σημείο.

 

Το Kerr έρχεται να συνδράμει σε αυτό το trend, με τη βινιέτα με το όνομα της ταινίας να πέφτει περίπου στο εικοστό πέμπτο λεπτό. Μέχρι εκείνο το σημείο έχει προλάβει να μας συστήσει τον ήρωα, έναν αποπροσανατολισμένο άνδρα που επιστρέφει μετά από χρόνια στη γενέτειρά του για την κηδεία του πατέρα του, γίνεται μάρτυρας ενός φόνου και εγκλωβίζεται στην πόλη. Οι κάτοικοι δείχνουν ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες του φόνου, μα όχι για τον δράστη ούτε και για τη σύλληψή του. Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν επιτρέπεται λόγω μιας (υποτιθέμενης;) αγέλης λυσσασμένων σκυλιών.

 

Η πραγματική απειλή φαίνεται να έχει ανθρώπινη προέλευση, τόσο εξωγενή όσο και ενδογενή, σε έναν κάφκικο κινηματογραφικό εφιάλτη που δεν διαθέτει τη σουρεαλιστική ποίηση ενός Ντέιβιντ Λιντς για να υποβάλει αλλά ούτε και το χιούμορ ενός Καουρισμάκι για να διασκεδάσει και να προβληματίσει μέσω του καθημερινού παραλογισμού. Πρόκειται, πάντως, για μια στυλιζαρισμένη δουλειά, αυστηρά φεστιβαλικού προσανατολισμού, που διαθέτει και ένα έξοχο, τζαζίστικο μουσικό θέμα από τον Νίκο Κυπουργό.