Δεν γνωρίζουμε αν είναι σύμπτωση και αφού στις ταινίες του σπανίζουν οι συμπτώσεις, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως πρόκειται για τέτοια, μα από τη στιγμή που άλλαξε πρωταγωνίστρια ο Κρίστιαν Πέτζολντ το σινεμά του έγινε πιο αφαιρετικό. Τη θέση της στιβαρής Νίνα Χος έχει πάρει η μυστηριακής γοητείας Πόλα Μπέερ. Η συνεργασία τους ξεκίνησε στο Transit, το οποίο μπορούμε κάλλιστα να λογαριάσουμε ως μεταβατική δημιουργία. Με την Undine ο Γερμανός σκηνοθέτης εισάγει έναν μαγικό ρεαλισμό που δεν… φαίνεται, είναι αισθητός μόνο στο ερωτευμένο φωτογενές πρωταγωνιστικό ζεύγος και σε όποιον θέλει να τον δει. 

 

Αν στην Undine αυτή την αλαφροΐσκιωτη διάσταση την αφουγκράζονται μόνο οι ερωτευμένοι, στο Afire γίνεται αισθητή μόνο απ’ όσους θέλουν να αρπάξουν τη ζωή από τα μαλλιά. Δηλαδή όχι από τον Λεόν, έναν νεαρό επίδοξο συγγραφέα που αποφασίζει να ακολουθήσει τον φίλο του Φέλιξ στο εξοχικό του στη Βαλτική για παραθερισμό. Ευρισκόμενος σε μόνιμη διάθεση γκρίνιας και ένα βήμα από τη μετάλλαξή του σε εκείνους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να κατηγορήσουν τις ξαπλώστρες της παραλίας για έκλυτο βίο ή τα μαξιλάρια του καναπέ για οκνηρία, ο Λεόν αναμένει νέα από τον εκδότη του, στον οποίο έχει υποβάλει το δεύτερο βιβλίο του. Δείχνει αρνητικός απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα γύρω του, οριακά δεν τον συγκινούν ούτε οι σεξουαλικές κραυγές μιας άφαντης συγκατοίκου που διαμένει σε διπλανό δωμάτιο υπό τις ευλογίες της μητέρας του Φέλιξ.

 

Όταν τη γνωρίσει, εκείνη θα τον προτρέψει να αδράξει το καλοκαίρι, μα ο Λεόν, σχεδόν σαν αντίπαλο δέος του τυπικού ήρωα του Ερίκ Ρομέρ, θα αρνηθεί πεισματικά να υποκύψει στη σαγήνη του θέρους, στην ελκυστική του νωθρότητα, στο ερωτικό κάλεσμα της ραστώνης, στον ακομπλεξάριστο παραγκωνισμό των αναστολών. Θα αρνηθεί, δηλαδή, να τραφεί από τη φέτα ζωής που παρουσιάζεται μπροστά του, παραμένοντας κλεισμένος στον εαυτό του και τα γραπτά του. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ο Λεόν θα διδαχτεί ότι η απόσταση της ταλαντούχας πρόζας από την πυρωμένη γραφή, που αφορά και δύναται να αγγίξει τους πάντες, μπορεί να διανυθεί μόνο μέσω του πραγματικού, συχνά επίπονου βιώματος. «Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε», λέει το γνώριμο ρητό. Έστω και καθυστερημένα, ο Λεόν θα το διαπιστώσει και μόνο τότε θα μπορέσει να αντικρίσει κατάματα τον Κόκκινο Ουρανό, να ψηλαφήσει (επιτέλους) αυτό τον υπερβατικό κόσμο και να γεννήσει μεγάλη τέχνη. 

 

Πίσω από την εγωπαθή, απρόθυμη φύση του ήρωα κρύβεται η κάψα για δράση και ζωή και ο Τόμας Σούμπερτ εντοπίζει και εντάσσει στην ερμηνεία του αυτό το δεύτερο επίπεδο, εξανθρωπίζοντας έναν χαρακτήρα που εύκολα θα μπορούσε να προσεγγιστεί ως μονοσήμαντη καρικατούρα. Πιθανότατα αυτό διέγνωσαν και τα μέλη της ευρωπαϊκής Ακαδημίας και φιλοδώρησαν την ερμηνεία του με υποψηφιότητα στα προσεχή βραβεία τους. Αντιλαμβανόμαστε ότι τα απωθητικά στοιχεία του χαρακτήρα μπορούν να διώξουν μέρος του κοινού και ότι η ελλειπτική φύση της ταινίας ενδέχεται να αποτελέσει τροχοπέδη στον όποιο ενθουσιασμό με την έλευση των τίτλων τέλους. Κι όμως, σαν τον ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό της, η ταινία θα επικοινωνήσει με εκείνους που μοιράζονται αυτή την εσωτερική φλόγα και θα σφηνωθεί στο μυαλό τους σαν το εθιστικό άσμα των αυστριακών Wallners με τίτλο «In my Mind», το οποίο ο Πέτζολντ έβαλε στο σάουντρακ επειδή ακουγόταν στο ραδιόφωνο όταν έγραφε μια κομβική σκηνή του σεναρίου του. Σύμπτωση; Είπαμε, μόνο για εκείνους που αρνούνται πεισματικά να μπλεχτούν στο αραχνοΰφαντο, παράλληλο και συντρέχον σύμπαν των εκλεκτών κεφαλαίων αυτής της νέας περιόδου στη φιλμογραφία του Γερμανού δημιουργού.