Η μέθη του έρωτα και η γοητεία μιας τόσο οικείας, αλλά φωτογενώς αγνώριστης Κυψέλης συνθέτουν μια ιστορία αγάπης γυμνή, αστεία, δυσάρεστη, πλούσια σε αισθήματα και αυξομειώσεις, βαρετή και αξιοζήλευτη, όπως η ίδια η ζωή. Ξεκινώντας από τη γλυκιά Παρασκευούλα, τη μέρα που όλες οι μεγάλες αποφάσεις αναβάλλονται μπροστά στο αλλοπαρμένο Σαββατοκύριακο που ξημερώνει, και καταλήγοντας σε μια προσγειωμένη Δευτέρα, γεμάτη ευθύνες και βαρίδια, σαν τη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου που έχει την τιμητική της στην ταινία, το Monday του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου παρακολουθεί (πιο) στενά (δεν γίνεται) τη γνωριμία δύο Αμερικανών στην Ελλάδα, της Κλόι και του Μίκι, από τη σέξι απαρχή της, ένα βράδι σε ένα πάρτι ‒ μετά το Suntan, ο Έλληνας σκηνοθέτης τείνει να γίνει ειδικός στις απρόοπτες σχέσεις που προκύπτουν από βραδινή χορευτική κάψα. Η έλξη είναι ακαριαία, οι κινήσεις σβέλτες και το επόμενο πρωινό τούς βρίσκει γυμνούς σε μια παραλία: ο ήλιος και οι λουόμενοι τούς ξυπνάνε εσπευσμένα από την post coitus μακαριότητά του.

 

Οι περιστάσεις τούς οδηγούν σε μια συγκατοίκηση συναινετική μεν, αλλά με όρους που εξαρτώνται από τα μπαγκάζια που κουβαλά ο καθένας από το παρελθόν του. Εκείνη διστάζει πρόσκαιρα να επιστρέψει στην Αμερική, καθώς η Ελλάδα μοιάζει να έχει τελειώσει μέσα της, με έναν συνυπεύθυνο που θα αποκαλυφθεί στη συνέχεια. Εκείνος, DJ που φλερτάρει αιώνια με το ελληνικό καλοκαίρι και την ανεμελιά ενός μεγάλου παιδιού, έχει έναν 6χρονο γιο από προηγούμενη και θυμωμένη σχέση. και δεν είναι τυχαίο που αρνείται να μάθει να μιλά τη γλώσσα μιας χώρας που έχει υποκαταστήσει για τα καλά τη μητρική του, εδώ και χρόνια. Η δυναμική της σχέσης τους εξελίσσεται και ενώ το Monday κάθεται λίγο παραπάνω στην ιδέα που το πυροδοτεί (πολύ απλά, την καθημερινή εμπειρία του έρωτα δυο ανθρώπων που δεν απαλλάσσονται εύκολα και μαγικά από τις ρεζέρβες, τις αυτοκαταστροφικές στιγμές, τις χαριτωμένες όψεις και τις δεύτερες σκέψεις τους, όπως όλοι μας), καταφέρνει να αναστατώνεται σε καίρια σημεία και να παρασύρει με το sexiness και την ικανότητά του να κινείται συνεχώς μέσα από καταστάσεις μύχιες, αληθινές, εξομολογητικές.

 

Η χημεία ανάμεσα στον Σεμπάστιαν Σταν (απαλευθερωμένος από τη βλοσυρότητα του Μπάκι στον Στρατιώτη του Χειμώνα) και της Ντενίζ Γκαφ (βραβευμένη, κυρίως θεατρική, Ιρλανδή ηθοποιός, έξοχη εδώ) είναι δεδομένη και λειτουργεί γιατί ο Παπαδημητρόπουλος εδώ τελειοποιεί το ταλέντο του να αφηγείται μια ιστορία σε πλαίσιο road movie. Η πόλη δεν είναι απλώς διακοσμητικό στοίχημα προς εξωραϊσμό αλλά μια ζωντανή κοινότητα με γειτονιά, χωνεμένους εμιγκρέδες, φάτσες και φίλους, γνώριμους και χαρακτηριστικούς, ένα ζωτικό σημείο αναφοράς χωρίς περιττές χιπστεριές και σημάδια για να δείξουν απαραίτητα τη χρονολογία. Αποκορύφωμα, η γυμνή «σκουτεράδα» στο κέντρο της Αθήνας των δυο πρωταγωνιστών, στο χριστουγεννιάτικο κρύο της πρωτεύουσας, όταν ακόμα τα στολίδια ήταν αστεράκια. Δεν είναι απλώς ένα τρικ αλλά μια πραγματικά αξέχαστη σεκάνς, ξέφρενη και, όπως αποδεικνύεται, πικρή, σπάνιος συνδυασμός «αντάρτικης» κινηματογράφησης και οργανωμένου γυρίσματος σε μια εγνωσμένης δυσκολίας πόλη που, ωστόσο, αποδίδεται χορταστικά.

 

Ξέραμε ότι ο Παπαδημητρόπουλος αγαπά τα σώματα και τα αναδεικνύει. Εδώ φανερώνει το πάθος του για την Αθήνα, τη μορφή και την ψυχή της, και καταφέρνει να χορογραφήσει τον έρωτα στα κατατόπια της.