«Ο κόσμος είναι γεμάτος παραπονιάρηδες. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι εγγυημένο. Δεν έχει σημασία αν είσαι ο Πάπας, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ή ο Άνθρωπος της Χρονιάς. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά. Εμπρός, πήγαινε στον γείτονά σου, πες του το παράπονό σου και ζήτησέ του βοήθεια ‒ θα τον δεις να φεύγει τρέχοντας». Με αυτά τα λόγια ξεκινά το Μόνο Αίμα των αδελφών Κοέν και μαζί του μια κινηματογραφική διαδρομή που έχει σημειώσει ήδη μερικές σπουδαίες στάσεις στον χάρτη της έβδομης τέχνης και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πού μπορεί να καταλήξει – για να παραφράσουμε τον αφηγητή, ακόμα κι αν ανήκεις στους σημαντικότερους δημιουργούς του αμερικανικού σινεμά, πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.

 

Σε αυτήν τη φράση μπορείς να διαγνώσεις το κεντρικό μοτίβο του κοενικού σινεμά. Μέσα στα χρόνια οι δαιμόνιοι αδερφοί διέσχισαν (και συνεχίζουν να διασχίζουν) την αμερικανική ενδοχώρα για να αφηγηθούν ιστορίες χαρακτήρων που άλλοτε με καλή άλλοτε με κακή προαίρεση προσπαθούν μάταια να αποκτήσουν τον έλεγχο σε έναν κόσμο όπου μόνες σταθερές είναι το χάος, οι συμπτώσεις, η ανθρώπινη απληστία και, φυσικά, ο θάνατος. Και ενώ έχουν ειπωθεί ήδη τα παραπάνω, ξαφνικά ο αφηγητής συνεχίζει ως εξής: «Στη Ρωσία το έχουν κανονισμένο έτσι ώστε ο ένας να υποστηρίζει τον άλλο, θεωρητικά τουλάχιστον. Αλλά εγώ μπορώ να μιλήσω για το Τέξας. Και εδώ είσαι μόνος σου». Βλέπουμε ήδη την ανατροπή, την παρέμβαση του παράλογου χιούμορ που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του σινεμά τους. Το «Μόνο Αίμα», πάντως, ανήκει στις (τονικά) πιο σοβαρές δουλειές τους.

 

Με υλικά έναν ζηλόφθονο σύζυγο, έναν επίσης ζηλόφθονο εραστή, έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ και μια γυναίκα που βρίσκεται ανάμεσα τους, οι Κοέν παίρνουν δομικά στοιχεία του νουάρ και φτιάχνουν μια δική τους παραλλαγή, όπου η νομοτέλεια αντικαθίσταται από την τυχαιότητα, όπου η femme fatale γίνεται απλώς μια γυναίκα που θέλει να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει και με όποιον θέλει, από επιλογή και όχι από ανάγκη – κι αυτό οι αρσενικοί γύρω της δεν μπορούν να το αντέξουν. Ναι, είναι και μια φεμινιστική ταινία το Μόνο Αίμα για όποιον θέλει να σταθεί εκεί, πολύ περισσότερο όμως είναι μια ταινία που ξαναδιαβάζει τους θεματικούς και τους αισθητικούς κώδικες του είδους και μας καλεί ως συνοδηγούς της σε μια σκιαχτική «χαμένη λεωφόρο», πολλά χρόνια προτού ο Ντέιβιντ Λιντς μας καλωσορίσει στην ακόμα πιο εφιαλτική δική του. Ο φακός του Μπάρι Σόνενφελντ μας συστήνει ένα εξπρεσιονιστικό Τέξας, μια «κόλαση», όπως ακούγεται να αποκαλεί την περιοχή ένας χαρακτήρας μέσα στο έργο, με τις σκιές να πλησιάζουν απειλητικά και τα φώτα από διερχόμενα αυτοκίνητα και από τις πινακίδες των μοτέλ να εγκυμονούν ανείπωτους κινδύνους.
Ω, πρόκειται για κανονικότατη ταινία τρόμου, συχνά η ατμόσφαιρα γίνεται τόσο πνιγηρή που δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις, το σκοτάδι που καλύπτει μέρος το κάδρου είναι τόσο πυκνό, ώστε κάλλιστα θα μπορούσες να το κόψεις σε φέτες. Υπάρχουν σεκάνς που νιώθεις ότι αν πέσει μια πινέζα στο πάτωμα, θα γίνει έκρηξη, αν κατά λάθος τσακίσεις με το χέρι το σακουλάκι με τα τσιπς και κάνεις φασαρία, θα γυρίσει προς το μέρος σου κάποιος από τους χαρακτήρες στην οθόνη και θα στραφεί εναντίον σου. Η ταινία εμφανώς αποτελεί προάγγελο του Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, χρειαζόταν απλώς μια συνάντηση με την ωμή, στοχαστική πρόζα του Μακάρθι και το υπερβατικό λογοτεχνικό του σύμπαν, ώστε να γεννηθεί το αριστούργημα. 

 

Πάντως, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, δεν πρόκειται για μια ταινία κενή περιεχομένου, που «πλησιάζει την αυτοϋπονόμευση, αλλά δεν έχει εαυτό για να υπομονεύσει», όπως είχε γράψει περιπαιχτικά η Πολίν Κέιλ σε έναν από εκείνους τους αφορισμούς της που σου υπενθύμιζαν ότι όλο το ταλέντο και η γνώση –και η Κέιλ είχε πλεόνασμα και από τα δύο– πηγαίνουν στράφι εκείνες τις φορές που γράφεις περισσότερο για να εξυπηρετήσεις την περσόνα σου παρά για να υπηρετήσεις το σινεμά.

 

Αν και η τύχη είναι, όπως είπαμε, μία από τις μοναδικές σταθερές του σύμπαντος, σύμφωνα με τους Κοέν, τίποτα δεν μοιάζει τυχαίο στο φιλμ. Τα ψάρια που φέρνει ο Τζούλιαν από την εκδρομή του είναι τέσσερα, όπως οι χαρακτήρες, ο αναπτήρας του ντετέκτιβ γράφει «Άνθρωπος της Χρονιάς», αλλά το μόνο που έχει να περιμένει (και το μόνο που κερδίζει) στο τέλος είναι να πέσει μια σταγόνα νερού από έναν σωλήνα που στάζει – δεν μπορεί να μη βλέπεις τον υπαρξιακό φόβο εδώ. Ακόμα και ο φαινομενικά pulp τίτλος σηκώνει πολλαπλές ερμηνείες. Και τόσο συμπαγές είναι το φιλμικό οικοδόμημα, ώστε αν πειράξεις έστω κι ένα καρέ, θα δημιουργήσεις ρωγμή, θα χαλάσεις τον ρυθμό του, θα διαταράξεις μια αρμονία η οποία, αφού απουσιάζει από τον πραγματικό κόσμο, τουλάχιστον υπάρχει στην κατασκευή του φιλμικού. Άραγε λέτε οι Κοέν, μέσα από τον τρόπο που κάνουν σινεμά, να είναι, τελικά, κι αυτοί δυο «βλάκες» που προσπαθούν να ταξινομήσουν και να τιθασεύσουν το χάος και να μην κοιτάζουν τους χαρακτήρες τους αφ’ υψηλού, όπως θέλαμε να πιστεύουμε τόσα χρόνια;