Με αρχικό χώρο δράσης μια πολυτελή μεξικανική έπαυλη, όπου τελείται μια γαμήλια τελετή, και με μια λαϊκή(;) εξέγερση να μαίνεται εκτός των τειχών της, μοιάζει δεδομένο ότι ο Μισέλ Φράνκο δεν θα αργήσει να «καλέσει» στον γάμο την επανάσταση, όπως και πράττει. Σταδιακά θα διευρύνει τον καμβά του, ζωγραφίζοντας εικόνες χάους και βίας στους δρόμους της πόλης. Πρόκειται, βέβαια, για ένα χάος φοβερά καλλιγραφημένο, ενορχηστρωμένο με μια βιρτουοζιτέ που ίσως να δικαιολογεί λίγο το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής που έλαβε η ταινία του στο (αδύναμο) διαγωνιστικό της Βενετίας του ’20. Όλα αυτά στο πρώτο ημίωρο. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης, που διεκδικεί εδώ και χρόνια τον θρόνο του βασιλιά της φεστιβαλικής πρόσκλησης, θα εξαπολύσει ένα μηδενιστικό, ανήθικο και (ακατ)ανόητο όραμα, ένα τραχύ φιλμικό κατηγορώ προς όλες τις κατευθύνσεις, σκαρωμένο με τη διεισδυτικότητα ωρυόμενου πελάτη σε καφενείο. Πρόκειται για μια αποκρουστική άσκηση πάνω στην πορνογραφία της δυστυχίας και της βαναυσότητας, για μια αφορμή ώστε ο Φράνκο να βασανίσει, να βιάσει, να κάνει παρανάλωμα και γενικά να σκοτώσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο ανθρώπους στην οθόνη. Το ότι η (όποια) έγνοια του για τους χαρακτήρες της ταινίας εξαντλείται σε μερικούς μεγαλοαστούς, ενώ η επανάστασή του έχει ταξικό πρόσημο, μαρτυρά μια γενικότερη τρικυμία εν κρανίω, καθώς υπονομεύει και την τελική θέση του περί εκμετάλλευσης μερικών αφελών ιδεολόγων και εργαλειοποίησης της επανάστασης από το σύστημα. Ειλικρινά, ίσως η πιο εξοργιστική και κακόβουλη ταινία που έχουμε δει εδώ και χρόνια.