Αδικείς πολύ την ταινία του Κίριλ Σερεμπρένικοφ αν επιχειρήσεις να περιγράψεις την πλοκή της. Ακόμα κι αν γράψεις ότι είναι το πυρετικό όνειρο ενός κομίστα που πάσχει από γρίπη, και πάλι θα την αδικήσεις. Γιατί από την εισαγωγή, με τον ήρωα στο λεωφορείο και ένα απροειδοποίητο φαντασιωτικό διάλειμμα, ο Ρώσος σκηνοθέτης σε γραπώνει από τον γιακά και σε πετά σε ένα φιλμικό σύμπαν όπου πραγματικότητα και φαντασία έχουν κονιορτοποιήσει τη λεπτή γραμμή που τις χωρίζει και έχουν ενωθεί εις σάρκα μίαν. 

 

Με ευρήματα που θαρρείς θα έφταναν για άλλες δέκα ταινίες, μια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που δεν παρατίθεται επιδεικτικά αλλά πασχίζει να προλάβει την κινητικότητα των ιδεών, μέσα στα 144 λεπτά που διαρκεί το φιλμ θα βρεις αναφορές στο υπερηρωικό σινεμά, στην επιστημονική φαντασία, στο μιούζικαλ, θα δεις ακόμα και μια μασέλα να τραγουδάει ή μεταβάσεις στο παρελθόν ιδωμένες σαν polaroids με κινούμενες εικόνες. Επειδή οι κανόνες του αναρχικού αυτού σύμπαντος έχουν συστηθεί με το καλημέρα, τίποτε από αυτά δεν ξενίζει, αν και ενίοτε κρατά λιγάκι παραπάνω ή υπονομεύεται από τις υστερικές παρορμήσεις του δημιουργού.

 

Πρόκειται, όμως, για δείγμα ενός σινεμά παθιασμένου, γεμάτου φαντασία, ενός σινεμά πολιτικοποιημένου, έτσι όπως συλλαμβάνει τις παθογένειες της μετασοβιετικής Ρωσίας σαν επιδημία γρίπης, μα ποτέ πολιτικάντικου, και κάποτε απρόσμενα λυρικού – με τη χορηγία του ακορντεόν του Άινταρ Σαλάχοφ στο σάουντρακ. Κι όταν συνειδητοποιείς ότι μέλημα του Σερεμπρένικοφ είναι να αναδείξει τη φαντασία σε εκείνο το εργαλείο που μπορεί να κάμψει οποιονδήποτε περιορισμό, κρατικό ή κοινωνικό, δεν χρειάζεται καν να συσχετίσεις το φιλμ με τη μακρόχρονη δικαστική περιπέτεια του σκηνοθέτη για να ανέβει στα μάτια σου.