Πόσο συχνά έχουμε απορήσει τι απέγιναν ο τάδε και ο δείνα σκηνοθέτης και οι υποσχέσεις που είχαν δώσει με το ντεμπούτο τους και γιατί οι επόμενες ταινίες τους δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας; Μας είναι δύσκολο να αποδεχτούμε ότι κάποιες φορές ένας δημιουργός μπορεί να έχει μόνο μια ιστορία να αφηγηθεί, να κρύβει μόνο μια πραγματικά καλή ταινία μέσα του – και από μια πλευρά, κάτι καλό λέει αυτό για εμάς. Δυστυχώς, ο Ντίτο Μοντιέλ μάλλον είναι ένας τέτοιος δημιουργός. Ξεκίνησε με το λυρικά τιτλοφορούμενο A guide to recognizing your saints, τη μεταφορά των απομνημονευμάτων του, ένα έργο που ζύμωνε μέσα του επί δεκαετίες. Έγραψε και έπειτα μίλησε κινηματογραφικά γι’ αυτά που ήξερε από πρώτο χέρι, βιωματικά, και το αποτέλεσμα ήταν (τουλάχιστον) αξιοπρόσεκτο.

 

Κι έπειτα ξεκίνησε η κατηφόρα. Μυστηριωδώς, ο Μοντιέλ καταφέρνει πάντα να συγκεντρώνει καστ ζηλευτό και έπειτα να το εκθέτει, από τη στομφώδη απόπειρα υπαρξιστικής crime movie αλά Μάικλ Μαν του Son of no οne ως τη φαιδρή κατάθεση στο concept cinema με το Man down – από τις ταινίες που, πραγματικά, πρέπει να δεις για να πιστέψεις. H νέα του ταινία, το Riff Raff, κινείται κάπου μεταξύ ελάσσονων (για να μην πούμε λιλιπούτειων) ταραντινισμών, απρόσφορων κοενισμών και… «οικογενειακών ιστοριών». Λαβωμένη από την απουσία αφηγηματικής συνοχής και από την ακατάσχετη φλυαρία και κενολογία, η ταινία μπορεί να εκτιμηθεί μόνο για την παρουσία του Μπιλ Μάρεϊ σε κόντρα ρόλο σκληρού μαφιόζου – μια ανάθεση στην οποία ο ηθοποιός αντεπεξέρχεται καλύτερα σε σχέση με το ξεχασμένο Mad Dog and Glory (1993), που παραμένει φιλμικό αξιοπερίεργο κυρίως για την ανταλλαγή ρόλων μεταξύ αυτού και του Ντε Νίρο. 

 

Κατά τα άλλα, στο μέλλον ίσως κάποιοι την αναζητήσουν και πέσουν κατά λάθος πάνω στο ομώνυμο, θεσπέσιο φιλμ του Κεν Λόουτς – είναι κι αυτό ένα κάποιο κέρδος.