Με την Αργεντινή να έχει κηρύξει πτώχευση τρεις φορές μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα και αρκετούς αναλυτές να προβλέπουν τέταρτη μέσα στο επόμενο διάστημα, είναι επόμενο οι Αργεντινοί κινηματογραφιστές να τηρούν στάση δυσπιστίας απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και στο σύστημα γενικότερα. Ωστόσο, οι Παραβατικοί, που, όχι τυχαία, ξεκινούν με μια ληστεία τράπεζας, αποκτούν σύντομα καθολικό ενδιαφέρον, καθώς αφηγούνται την προσπάθεια δυο υπαλλήλων τραπέζης να απεμπλακούν από τον συστημικό ρόλο τους και να αποκτήσουν την «ελευθερία» τους – μια προσπάθεια που θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε χώρα του «ελεύθερου», ανεπτυγμένου κόσμου. Ο ένας θα υπεξαιρέσει από την τράπεζα όσα χρήματα θα αποκτούσαν μέχρι να βγουν στη σύνταξη και θα προτείνει στον άλλο να τα φυλάξει μέχρι να βγει από τη φυλακή σε τριάμισι χρόνια, όσο διάστημα υπολογίζει ότι θα μείνει μέσα λόγω καλής διαγωγής. Κλέβει τόσα επειδή δεν θέλει να πλουτίσει, θέλει απλά να εξαγοράσει την ελευθερία του, προτιμώντας λίγα χρόνια στη φυλακή παρά είκοσι χρόνια εργασίας στην τράπεζα, αναμετρώμενος με αριθμούς στο κομπιουτεράκι του.

 

Μόνο που και στη φυλακή η στολή του έχει έναν αριθμό επάνω της. Όπως θα διαπιστώσει, υπάρχουν δεσμά πέρα από εκείνα του ρόλου με τον οποίο συνεισφέρει στο ΑΕΠ, τα οποία είναι δύσκολο να σπάσουν – ο έρωτας, για παράδειγμα. Ακόμα και τα ονόματα των χαρακτήρων τηρούν αυστηρούς κανόνες, είναι φτιαγμένα από τα ίδια γράμματα – ένα από τα πολλά ευρήματα της ταινίας που υπερβαίνουν τα όρια του κωμικού γκαγκ και αποκτούν συγκεκριμένη σημειολογία. Και ο ίδιος ο Ροντρίγκο Μορένο ξεκινά υπηρετώντας το είδος του heist movie και σταδιακά αποκλίνει, σπάει τη φόρμα, προσπαθεί να ελευθερωθεί από τα «δεσμά» της heist αφήγησης, απαρνείται τους σύγχρονους κινηματογραφικούς ρυθμούς και επιχειρεί μια απρόσμενη ρομερική στροφή κατά το δεύτερο μέρος. 

 

Φυσικά, είναι ένας εγκεφαλικός, πιο «ακαδημαϊκός» τρόπος για να υπηρετήσει τη θεματολογία του, συχνότερα κερδίζει πόντους στην εκτίμησή σου παρά σε κατακλύζει με το ίδιο συναίσθημα που εκλύουν οι συνθέσεις του Άστορ Πιατσόλα που ακούγονται στην ταινία, ας πούμε. Ίσως, βέβαια, και αυτές οι μελωδίες να παραπέμπουν σε μια ιδεατή εικόνα για τον κόσμο, αδύνατη να προσεγγιστεί, και να λειτουργούν ταυτόχρονα με έναν σαρκαστικό τρόπο. 

 

Για να απολαύσεις την ταινία θα πρέπει να παραμερίσεις την (σε περιπτώσεις σαν ετούτη, εγγενή) αυταρέσκεια της υπέρογκης διάρκειάς της και να συγχρονιστείς με τη ραθυμία της. Οι κοενικές συμπτώσεις και οι γενναίες ενέσεις deadpan χιούμορ βοηθούν, αρκεί να σε αγγίζουν ως θεατή – αν, για παράδειγμα, δεν γελάσεις στο γκαγκ με το παιδάκι που ζητάει νερό, μάλλον δεν είναι μια ταινία για σένα. Αν, πάλι, το ιδίωμά της είναι συμβατό με τις κινηματογραφικές προτιμήσεις σου, είναι στιγμές που θα αποδράσεις μέσα της, λαμβάνοντας ένα δείγμα από την αίσθηση ελευθερίας που επιδιώκουν οι ήρωες. Η τέχνη, άλλωστε, είναι από τα λιγοστά άβατα ελευθερίας στον κόσμο που πλάσαμε. Συμφωνεί και ο Μορένο.