Δημιούργημα ενός τερατώδους επιστήμονα, η Μπέλα Μπάξτερ της Έμα Στόουν είναι μια ζωηρή κοπέλα με μυαλό μωρού, και πιο συγκεκριμένα του δικού της αγέννητου εμβρύου που μπουσουλάει κοσμοπολίτικα και μαθαίνει εμπειρικά τη ζωή, εκστομίζοντας περίπου ό,τι της έρχεται στον αρχικά ταραγμένο και στη συναρπαστική πορεία ολοένα και σοφότερο νου της. Μέσα από το υπερρεαλιστικό ταξίδι μιας Μπάρμπι με όρεξη για σεξ και αλλεργία στον κομφορμισμό (μια Ωραία της Ημέρας με αναλυτικές διαθέσεις), ο Γιώργος Λάνθιμος σχολιάζει αριστουργηματικά την ηθική διγλωσσία και αναπτύσσει με χιούμορ και ενσυναίσθηση τη μεγάλη υπόθεση του να είσαι γυναίκα. Η Μπέλα είναι η δική του Τριστάνα, ο δημιουργός της, ως άλλος Ντον Λόπε/Φρανκενστάιν, ο Γουίλεμ Νταφόου (ο Γκόντγουιν ή σκέτο God) και, όπως με την ηρωίδα του Μπουνιουέλ, βρίσκει τη δική της φωνή στην περιπέτεια μιας ενηλικίωσης τόσο ανορθόδοξης όσο και ο αξέχαστος χορός της με τον καταπληκτικό, τόσο «απελπισμένα» εγωκεντρικό και αστείο, ιδανικό και ανάξιο εραστή Μαρκ Ράφαλο ως Ντάνκαν.

 

Όπως η Μπάρμπι γεννήθηκε από μια γυναίκα, διαμορφώθηκε από την πατριαρχία, προσγειώθηκε σε ένα σύμπαν ως πειραματικό παιχνίδι και βασικά δέκτης των επιθυμιών των άλλων και, στην ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, σε πείσμα της οριοθετημένης της αποστολής, δραπετεύει στον έξω κόσμο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως τα πράγματα δεν είναι ρόδινα και προστατευμένα, και τελικά να επιστρέψει στη βάση της και να αποτιμήσει τα συναισθήματα και τις γνώσεις της, έτσι και η Μπέλα απαντά στο ερώτημα πώς είναι να ξεκινά μια γυναίκα από το μηδέν.

 

Με μια μεγάλη διαφορά: η μυθιστορηματική ηρωίδα του Άλιστερ Γκρέι, που μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη ο Γιώργος Λάνθιμος με τον σεναριογράφο Τόνι Μακναμάρα, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά την Ευνοούμενη, έχει γεννητικά όργανα, υγιέστατα και ανήσυχα, και τα εξερευνά (δηλαδή τα δουλεύει ασταμάτητα, όπως λέει και η ίδια) με το πρώτο σκίρτημα της ετεροχρονισμένης εφηβείας της, ενώ η Μπάρμπι the movie σταμάτησε ακριβώς εκεί, με την επίσκεψη της πρώην κούκλας στον γυναικολόγο. Κυρίως αναπτύσσει αισθήματα κατά ριπάς, όπως διαπιστώνει στωικά στο κρεβάτι του πόνου ο ευεργέτης που ένωσε τα σπασμένα κομμάτια της.

 

Ο πατέρας και θεός της Μπέλα, ο χειρουργός Γκόντγουιν Μπάξτερ, τη βρήκε ξεψυχισμένη κάτω από μια γέφυρα και την ανέστησε με αντισυμβατικές μεθόδους, μεταμοσχεύοντας τον εγκέφαλο του αγέννητου, αλλά ζωντανού εμβρύου που κυοφορούσε στο κρανίο της. Οπότε, ένα νήπιο με το σώμα μιας γυναίκας συμπεριφέρεται με τρόπο σοκαριστικά αντίθετο στους καλούς τρόπους της βικτοριανής κοινωνίας του Λονδίνου και, βέβαια, οποιαδήποτε αποδεκτή ανατροφή.

 

Ο δημιουργός της είναι κι εκείνος ένα αλά Φρανκενστάιν τέρας του δικού του πατέρα, επιστήμονας, αλλά απόκληρος, βασανισμένος και περιθωριακός, φυσικός αγωγός του μακάβριου πειραματισμού και θιασώτης μιας ελεγχόμενης ιδιωτικότητας. Την παρακολουθεί να μεγαλώνει άγαρμπα, να μαθαίνει γρήγορα και ακατάστατα, και μελαγχολικά προαισθάνεται πως θα τον εγκαταλείψει σύντομα. (Δεν είναι όλες έτσι, η Φελίσιτι/Μάργκαρετ Κουόλι που την ακολουθεί αργεί να αυτονομηθεί).

 

Φαβορί για το χέρι της είναι ένας εκλεκτός φοιτητής του, καλοπροαίρετος και άκακος, αλλά outsider Καζανόβας, ο γεμάτος αυτοπεποίθηση Ντάνκαν (Μαρκ Ράφαλο), ο οποίος την παρασύρει σε μια ευρωπαϊκή οδύσσεια συβαριτικής καλοπέρασης και άφθονου σεξ. Όχι πως η Μπέλα δεν το(ν) θέλει. Αποχωρεί πρόωρα από το πατρικό της με τον ίδιο θόρυβο που προκαλεί το ενδιαφέρον στους ανύποπτους ξένους ή σε πιο «περπατημένους» συνεπιβάτες της (Χάνα Σιγκούλα, απολαυστική, και Τζέροντ Καρμάικλ) σε μια χαοτική κρουαζιέρα με ενδιάμεσο την αφύπνιση της συμπόνιας και της ταξικής συνείδησης στην παλιά Αλεξάνδρεια της ανέχειας που καταλήγει στο Παρίσι και σε ένα ξενοδοχείο-μπουρδέλο που διευθύνει η Σουάινι – την υποδύεται η πασιονάρια της shapeshifting σωματικής υποκριτικής Αικατερίνη Χατζηπατέρα (Κάθριν Χάντερ).

 

Ως σεξεργάτρια, εμπειρότερη και οικονομικά αυτάρκης, έχοντας πλέον πετάξει στα σκουπίδια εξάρτηση και τοξικότητα, αναλαμβάνει την ευθύνη του σώματος και τη συνείδηση της επιθυμίας με ταχύρρυθμα σεξουαλικά μαθήματα, που εναλλάσσουν το χιούμορ με τη θλίψη. Απενοχοποιεί το λαχανιασμένο χοροπήδημα και το γλεντάει, την ίδια ώρα που ο γελοία συντετριμμένος και απένταρος Ντάνκαν την αποκαλεί συνεχώς «βρομόμουνο», μη έχοντας μια πιο ψαγμένη προσβολή να εκστομίσει – εκείνη παραμένει ασυγκίνητη.

 

Η προοπτική συνεργασίας του Λάνθιμου με τη Στόουν στο συγκεκριμένο φιλμ κυοφορείται την τελευταία δεκαετία, και αυτό φαίνεται στην κινησιολογία της Μπέλα, αλλά κυρίως στην επεξεργασία των γνωσιακών φάσεων καθώς και στη λεπτότητα της υποδοχής και της ανταπόδοσης των αισθημάτων. Άλλοτε παραμορφωτικός καθρέφτης και συχνά ωρολογιακή βόμβα απρόσμενων αντιδράσεων, η άτσαλη ανθρώπινη κουρελού μεταμορφώνεται αβίαστα σε ένα πλάσμα μοντέρνο και αιχμηρό, μια αλλόκοτη Αλίκη στη χώρα των απανωτών εκπλήξεων για την ίδια και τους συνήθως άφωνους θεατές της. Στην αρχή προκαλεί, μετά παρατηρεί, και στο τέλος παρεμβαίνει.

 

Από το γοτθικό humoresque της έπαυλης-νεκροτομείου μέχρι την τεχνικολόρ φαντασία της παλιάς Ευρώπης, το οπτικό στυλ που τη συνοδεύει είναι πολυποίκιλο, ένας οργιώδης κήπος από ασπρόμαυρα και έγχρωμα κεφάλαια, ευρυγώνιους, fish eye και ακριβή κοντινά που ο Λάνθιμος δήλωσε πως προκύπτουν, εκτός από τη συνεχή αναζήτησή του για ένα εστέτ σινεμά, από τη λοξή και ανισόπεδη ματιά της. Η κάμερα του διευθυντή φωτογραφίας και συνεργάτη του στην Ευνοούμενη Ρόμπι Ράιαν ζουμάρει ανελέητα μέσα κι έξω, πλήρως εναρμονισμένη με την απρόοπτη περπατησιά της Μπέλα, όπως την αφήνει να ανασάνει και το πλήρως αφομοιωμένο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, του πιο σταθερού συνοδοιπόρου του σκηνοθέτη.

 

Η Χόλι Γουόντινγκτον έχει κάνει τρομερή δουλειά στα κοστούμια, μια συρραφή αυτού που επιτάσσει η εποχή και όσων θυμόταν να φορέσει το πανκ μυαλό της αιωνίως αυθόρμητης Μπέλα. Η καλλιτεχνική διεύθυνση θριαμβεύει με σκηνικά εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα σε στούντιο και ψηφιακές προσθήκες ώστε να χωρέσουν τις γενναιόδωρες γωνίες λήψης, αλλά το show ανήκει στην Έμα Στόουν, σε μια ερμηνεία συγκινητική, καθηλωτική και διασκεδαστική, τόσο ανακουφιστικά απαλλαγμένη από τη σοβαροφάνεια που θα μπορούσε να υποβάλει το θέμα.

 

Τα Poor Things δεν είναι ακριβώς τα Χαμένα Κορμιά της μετάφρασης της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος του 1993, εκτός κι αν υπονοούν τις μετέωρες ψυχές που τα κατοικούν, πέρα από την κλασική αγγλική έκφραση συγκατάβασης και υποτίμησης σε σχέση με τους «φτωχούληδες του Θεού» που κακόπεσαν και σέρνονται στο περιθώριο. Ηλεκτρισμένη από ενέργεια, νόστιμα αγενής και ριψοκίνδυνα φιλομαθής, η Μπέλα παραδίδει σεμινάριο σφοδρού ιδεαλισμού σε μια εποχή ήδη δηλητηριασμένη από τον κυνισμό. Οι αντιδράσεις της απέναντι στην αδικία και στην υποκρισία διορθώνουν την προκατάληψη για τα φύλα αφοπλιστικά, συγκρουσιακά, πολιτικά.

 

Είναι ένα άγγελος εξολοθρευτής, βεβαρυμένη από την παλιότερη ταυτότητα της γυναίκας που άφησε πίσω της αυτοκτονώντας (θα συνδεθεί με αυτήν στο φινάλε), αλλά εφοδιασμένη με το αποτελεσματικό υπερόπλο της ειλικρίνειας. Όπως η Στόουν βρήκε ανθρώπινο παλμό σε μια φεμινιστική συρραφή, έτσι κι ο Λάνθιμος κατανόησε τον κεντρικό άξονα της ταινίας και διύλισε την επιστημονικής φαντασίας ενηλικίωση μιας ξεχωριστής γυναίκας σε μπουνιουελική αισθηματική περιπέτεια εποχής, με σαφή και σοφιστικέ σχολιασμό στο metoo και την αίσθηση πως η μάχη των φύλων μπορεί να απεικονιστεί και να συζητηθεί πιο ελεύθερα, πιο σωματικά, πιο αστεία, και σίγουρα πιο δημιουργικά.

 

Έχει περάσει πλέον σε άλλο πλατό, φέρνει στα μέτρα του πολλά επίπεδα θεμάτων και τα απογειώνει, ενορχηστρώνει αρμονικά καστ και τεχνικούς συντελεστές, δυναμιτίζει προσδοκίες. Το αν αυτή είναι η καλύτερη ταινία του σε μια αξιοζήλευτου επιπέδου συνολική φιλμογραφία είναι σχετικό. Σίγουρα ωστόσο είναι η πιο «μετριζέ», η τομή όπου όλα τα επιμέρους στοιχεία συμφύρονται ιδανικά στο όραμα και την υλοποίησή του – η πρώτη, δε, με πρωτότυπη μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ που τονίζει την παραδοξότητα εξίσου με τις στιγμές της «επιφοίτησης».

 

Η μέχρι στιγμής ανταπόκριση στο Poor Things είναι υπερθετική. Στο Φεστιβάλ Βενετίας απέσπασε δίκαια τον Χρυσό Λέοντα, το σπουδαιότερο βραβείο μέχρι σήμερα στην καριέρα του Έλληνα σκηνοθέτη. Οι κριτικοί το έχουν εκθειάσει: στο National Board of Review και στο American Film Institute συγκαταλέχθηκε στις 10 καλύτερες της χρονιάς και η Έμα Στόουν τιμήθηκε από τις Ενώσεις του Λος Άντζελες, του Παλμ Σπρινγκς και του Σικάγο. Στις Χρυσές Σφαίρες η ταινία έχει ήδη 7 υποψηφιότητες και στα Critics’ Choice Awards 13, ακολουθώντας τις 18 της Barbie. Όσο για τα Όσκαρ, είναι σχεδόν σίγουρο το πλασάρισμά του σε τουλάχιστον 10 κατηγορίες, βεβαίως και στις κύριες, και αναμένει τη δυναμική και τον συσχετισμό του με τους θεωρητικούς του αντιπάλους, τον Οπενχάιμερ, τους Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού και την Barbie στην αντίστροφη μέτρηση του επόμενου τριμήνου.