«Για τους νεκρούς είναι μια γιορτή εδώ και ο θάνατος είναι σαν μια νέα αρχή», μας ανακοινώνεται στην εισαγωγή της δεύτερης απόπειρας της Ντίσνεϊ να κάνει κινηματογραφικό σουξέ μέσα από το δημοφιλές θεματικό της πάρκο, η δράση της οποίας τοποθετείται στη Λουιζιάνα, μια Πολιτεία όπου το μεταφυσικό στοιχείο συγκεντρώνει μεγάλο ποσοστό πιστών. «Μα αυτή είναι η κύρια θεματική του σινεμά του Τιμ Μπάρτον», σκεφτήκαμε και χαρήκαμε, αναμένοντας θέαμα μπαρτονικής ιδιοσυγκρασίας. 

 

Πραγματικά, καμία σχέση, μια που ειπώθηκε, μια που ξεχάστηκε. Τα φαντάσματα της ταινίας ταλαιπωρούνται από μια σατανική οντότητα που τα κρατά φυλακισμένα στη στοιχειωμένη έπαυλη του τίτλου και, πιστέψτε μας, καθόλου δεν διασκεδάζουν. Είναι, δε, εξ ολοκλήρου CGI δημιουργίες, καμωμένες δίχως ούτε το 1/100 της έμπνευσης που συναντάς π.χ. στα πλασματάκια του «Σκαθαροζούμη» ή της «Νεκρής Νύφης» ‒ σας παραπέμπουμε στη μουσικοχορευτική σεκάνς του Κάτω Κόσμου από την τελευταία, για να μη μείνετε κι εσείς με το παράπονο της ανεκπλήρωτης εισαγωγικής υπόσχεσης του «Haunted Mansion».  

 

Το σενάριο δεν έχει ούτε μισή αστεία ατάκα, ενώ το ταλαντούχο καστ χαραμίζεται, με την Τίφανι Χάντις και την Τζέιμι Λι Κέρτις να συναγωνίζονται για το ποια κάνει καλύτερη Μαντάμ Ζαΐρα. Υποψιαζόμαστε, δε, ότι τα εισαγωγικά βιντεάκια στο θεματικό πάρκο της Ντίσνεϊλαντ είναι πιο καλά σκηνοθετημένα από αυτό εδώ το ανιαρό, εκτεταμένο promo, το οποίο, αν δεν είχε το logo της Ντίσνεϊ στην εισαγωγή, θα ορκιζόμασταν ότι το έφτιαξε ανταγωνιστής για να διώξει τον κόσμο και να κάνει ζημιά στην εταιρεία.