«Βλέπω πράγματα για να μην χρειαστεί να τα βλέπετε εσείς» λέει σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας η Μαρί Κόλβιν στο αφεντικό της, δηλώνοντας σπαραχτικά την αδυναμία της να χειριστεί πλέον τις υπεράριθμες αποκρουστικές εικόνες που πέρασαν από το ένα μάτι της, την ίδια ώρα που για τον υπόλοιπο πλανήτη είναι ένα τηλεοπτικό θέαμα.

 

Σε αυτό προστίθεται και η ίδια η ταινία που παρουσιάζει με ένταση τις περιπέτειες της διάσημης πολεμικής ανταποκρίτριας που πέθανε στη Συρία το 2012, έχοντας προλάβει να κάνει ρεπορτάζ όπως αυτή το εννοεί σε μια εποχή που πλέον οι διαρροές στα social media έφεραν τους επικοινωνιολόγους (και) στο πεδίο του πολέμου.

 

Σε αντιστοιχία με το Hurt Locker της Μπίγκελοου και τον εθισμένο στον πόλεμο πρωταγωνιστή της, η Κόλβιν φέρεται με τον ίδιο τρόπο και το ασφαλές περιβάλλον του Λονδίνου της φαίνεται όλο και πιο αποκρουστικό όποτε επιστρέφει.

 

Ο ντοκιμενταρίστας Μάθιου Χάινεμαν επιμένει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ στο δόγμα της εικόνας και την πεποίθηση πως τελικά πρέπει να δούμε όλοι τη φρίκη ώστε να σεβαστούμε περισσότερο το έργο της, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το ψυχογράφημα της Κόλβιν και αναπάντητο το ερώτημα γιατί ένας άνθρωπος αποφασίζει να κάνει αυτή τη ζωή.

 

Η επιλογή αυτή δίνει μεγαλύτερο πάτημα στη Ρόζαμουντ Πάικ να δουλέψει σε έναν ρόλο που δίνει βραβεία και να χτίσει σωματικά το πορτρέτο μιας, διαλυμένης ψυχικά, σύγχρονης ηρωίδας που κουβαλά την ασχήμια του κόσμου πάνω της μέχρι που σταδιακά καταρρέει.

 

Η ίδια το κατορθώνει με αξιοθαύμαστη πειθαρχία και αποτελεί τον κυριότερο λόγο για να δει κάποιος το φιλμ, καθώς η σκληρότητα του θεάματος είναι αρκετά επιθετική και μάλλον αντίθετη προς τη μακάβρια αποστολή που είχε αναλάβει η Κόλβιν.