Ο Αλέν Ρενέ οργανώνει κινηματογραφικά το θεατρικό του Άλαν Έικμπορν σε δεκάδες βινιέτες, αψηφώντας την παραδοσιακή πλοκή. Αντ' αυτής επιλέγει μια σειρά σκηνών με συρραπτικό το συνθετικό εφέ του χιονιού. Όσο δεν χιονίζει στο Παρίσι, άλλο τόσο δεν μοιάζουν αληθινά τα ντεκόρ και δεν ηχούν ρεαλιστικοί οι διάλογοι των έξι μπερδεμένων μελών της μεσόκοπης μπουρζουαζίας. Η Γκαέλ είναι η νεότερη της παρέας και ο πατέρας του μπάρμαν, ο Αρτίρ, είναι το έβδομο μέλος, αν και δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό του. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια κατανοητή θέση, το στενοχωρημένο σεξτέτο αποτελείται από τη Νικόλ και τον Νταν, ένα ζευγάρι που καταρρέει, τον μεσίτη Τιερί που ψάχνει να βρει διαμέρισμα στο Παρίσι, την αδελφή του Γκαέλ που ψάχνει να βρει άντρα σε ένα μπαρ και συναντά τον Νταν και τη συνάδελφό του Σαρλότ, μια θεούσα με την οποία ο Τιερί δείχνει να είναι ελαφρώς τσιμπημένος. Στο κέντρο αυτών, σαν κυβερνήτης του διαστημοπλοίου Enterprise των χαμένων ψυχών, ο θλιμμένος μπάρμαν Λιονέλ σερβίρει και συμβουλεύει, φορτωμένος με την ευθύνη ενός ανήμπορου πατέρα που βρίζει κάθε γυναίκα που επιχειρεί να τον γηροκομήσει, συμπεριλαμβανομένης και της Σαρλότ, η οποία γίνεται εθελόντρια με βιτσιόζικα απρόοπτη εξέλιξη.

Κατά έναν παράδοξο τρόπο το έργο φέρνει στο νου το Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, την υπερστιλάτη, υπέροχη σπαζοκεφαλιά που υπνώτισε μερικούς και εξόργισε άλλους στις αρχές της δεκαετίας του '60. Καμία σχέση με την ασπρόμαυρη ψυχρή κατασκευή, την anti-roman γλώσσα του Ρομπ Γκριγιέ, τα παιχνίδια επιβίωσης και στρατηγικής των μυστηριωδών χαρακτήρων ενός μπαρόκ νουάρ. Θες όμως τα ονειρικά, ηθελημένα τεχνητά ντεκόρ, θες η απουσία γραμμικής πλοκής και η επιδίωξη της ατμόσφαιρας σε βάρος της κλασικής ίντριγκας, το Ιδιωτικοί Φόβοι σε Δημόσιους Χώρους είναι η επιστροφή του βετεράνου Ρενέ σε μία απόλυτα ελεγχόμενη, σαν από μετρονόμο ρυθμισμένη, μινιμαλιστική σύνθεση, εκτελεσμένη από μια συνεννοημένη χορωδία που μοιάζει με ένα σώμα και ένα συναίσθημα. Αδύναμοι και ευγενικοί (εκτός από το γέρο, που βρίζει σα σκυλί ανήμερο), οι άνθρωποι αυτοί έχουν δύο ζωές και την απωθημένη λαχτάρα να αποθέσουν τη λύπη τους σε μια δεκτική καρδιά. Η ενσάρκωση της ομαδικής pietà είναι ο μπάρμαν Λιονέλ και η χριστιανή (αλλά μυστικά σεξοχτυπημένη) Σαρλότ, οι οποίοι ενώνουν τα χέρια τους σε ένα χιονισμένο τραπέζι, στη συγκλονιστική στιγμή της ταινίας. Ο Ρενέ δεν έφτιαξε έναν ακόμη γρίφο - το αντίθετο· με λεπτό χιούμορ και επίμονη παρατήρηση έχτισε μια σειρά συναντήσεων που καταλήγουν στον εξαγνισμό βασικά αθώων χαρακτήρων, ανθρώπων που περιβάλλονται από το σκληρό κέλυφος της μπουρζουάδικης αξιοπρέπειας και χρειάζονται διαρκώς ενέσεις θάρρους, ή αλκοόλ, για να τον υπερβούν. Τον ενοχικό και συχνά απολογητικό αυτόν κόσμο τον ξέρει καλά και τον χειρίζεται με ραφιναρισμένη απλότητα, ακόμη κι όταν το υλικό του Έικμπορν (τη βρετανικότητα του οποίου οικειοποιείται και διασκευάζει με άνεση προς το γαλλικότερο) επαναλαμβάνεται κυκλικά και μοιάζει ισχνό στην εξέλιξη του. Στηρίζεται εν τούτοις από ένα καστ υπέροχων ηθοποιών, πραγματικών ερμηνευτών, εραστών του λόγου και του ύφους του Ρενέ. Ο Πιέρ Αρντιτί και ο Αντρέ Ντισολιέ είναι καταπληκτικοί, λιτοί (τι να πεις και για την Αζεμά), και είναι απορίας άξιον γιατί δεν ήταν υποψήφιοι για κάποιο από τα 9 Σεζάρ για τα οποία ήταν υποψήφια και τελικά έχασε πέρυσι η ταινία, που είχε προλάβει να αποσπάσει Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας.