Η ταραχώδης δεκαετία '69-'77 του Ιβ Σεν Λοράν βρίσκει δικαίωση στην ψυχεδελική, απογυμνωτική ματιά του Μπερτράν Μπονελό, σε ένα δραματικό κι αισθητικό μανιφέστο που διεισδύει στα πάθη και τις αυταπάτες του μεγάλου σχεδιαστή, χωρίς να παραλείψει να επισημάνει τις αξέχαστες δημιουργικές στιγμές της καριέρας του. Ευχάριστη έκπληξη, μετά τα αποκρυφικά και αναίτια αφηρημένα Tiresia και Apollonide, το Saint Laurent δεν ακολουθεί την πεπατημένη της βιογραφίας του Ζαλίλ Λεσπέρ που προηγήθηκε τη σεζόν που μας πέρασε – μάλιστα, στη Γαλλία έσκισε εμπορικά. Η ταινία του Μπονελό αφορίστηκε δημόσια από τον συνεταίρο και σύντροφο του Λοράν, τον Πιερ Μπερζέ, και αυτή η άρνηση συνεργασίας έδωσε ανάσα και ελευθερία στους συντελεστές της ταινίας, όπως υποστήριξε ο σκηνοθέτης στη συνέντευξη Τύπου στο Φεστιβάλ Καννών. Η σύγκριση μεταξύ των δύο ταινιών, ειδικά λόγω της χρονικής τους σύμπτωσης, είναι εύλογη, αλλά η προσέγγιση είναι εντελώς διαφορετική. Ώρες-ώρες νομίζουμε πως βλέπουμε μια ταινία για έναν άλλο Ιβ Σεν Λοράν.
Ο λόγος εντοπίζεται στην ψυχολογική κατεύθυνση. Ενώ ο Λεσπέρ έπιασε τον σχεδιαστή από την παιδική του ηλικία και τα τραύματα που κουβαλούσε από την Αλγερία, επιχειρώντας έτσι μια βιωματική εξήγηση με σινε-αμερικάνικο τρόπο, ο Μπονελό βουτάει στην ψυχή του Σεν Λοράν μέσα από την ερμηνεία της δημιουργικής του περσόνας και κυρίως της φαντασιωτικής του ταύτισης με τις γυναίκες που έντυσε κι έπλασε σαν ηρωίδες του μοναδικού του οράματος. Είναι, μάλιστα, καταπληκτική η σκηνή που καλείται να βοηθήσει στυλιστικά μια σφιγμένη και ανασφαλή πελάτισσα (τη Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι) και, παρότι δεν έχει πολλή διάθεση, τη γεμίζει με αυτοπεποίθηση, μεταδίδοντας τη φιλοσοφία του περί του στυλ, σε αντιδιαστολή με την περαστική μόδα.
Ο Μπονελό συλλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες που συναπαρτίζουν το παζλ «Ιβ Σεν Λοράν», τον φοβισμένο νέο άνδρα με την περιπετειώδη σεξουαλική ζωή, τη συγκρουσιακή του εξάρτηση από τον φύλακα-άγγελό του Πιερ Μπερζέ, την ανάγκη του να κρυφτεί αλλά και να πειραματιστεί μέσω των βαρβιτουρικών. Και τις αποδίδει με γλαφυρότητα και, όποτε το αισθάνεται, με βιαιότητα, αποφεύγοντας την «πορνογραφία» για χάρη μιας πιο suggestive αφήγησης.
Έχοντας γράψει μέρος της μουσικής επένδυσης ο ίδιος για να συνθέσει την ατμόσφαιρα της νυχτερινής διασκέδασης και της ερωτικής παρακμής, χρησιμοποιεί τραγούδια της εποχής με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα και σκηνοθετεί εξίσου έξυπνα (με δεδομένο πως δεν είχε πρόσβαση στο πρωτότυπο υλικό του δημιουργού) τις σκηνές της πασαρέλας και την κατάδυση στις σκιές και τους εφιάλτες.
Ο Πιερ Νινέ ήταν έξοχος ως Σεν Λοράν στην εκδοχή του Ζαλίλ Λεσπέρ – μια ταιριαστή επιλογή εξωτερικά και ταυτόχρονα ένας μεγάλης δυναμικής ηθοποιός. Ωστόσο, και ο Γκασπάρ Ιλιέλ εξελίσσεται μέσα στην ταινία και σταδιακά κερδίζει έδαφος με τον συνδυασμό της μνημειωδώς ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης και μιας (απατηλά) ευγενικής αποστροφής για τα εγκόσμια. Συμμετέχουν και ο Ζερεμί Ρενιέ, αγνώριστος σε σχέση με τις εμφανίσεις του στις ταινίες των αδελφών Νταρντέν, και η Λέα Σεϊντού.
Η αποκάλυψη, όμως, είναι ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο Μίκι Ρουρκ της Ευρώπης κατά κάποιον τρόπο, ένα μετωπικό τρακάρισμα ηθοποιού με την ομορφιά της νιότης του, που ενσαρκώνει τον σχεδιαστή στα τελευταία χρόνια της ζωής του – ο Σεν Λοράν χαμένος στις αποσπασματικές σκέψεις και στις ακόμη πιο σκόρπιες αναμνήσεις του. Θεϊκά εμπνευσμένο κάστινγκ από τον Μπονελό, που ενώνει τον αγαπημένο Προυστ του σχεδιαστή με τις βαυαρικές εμμονές του ηθοποιού, ειδικά στη σκηνή που ο Μπέργκερ βλέπει τον εκθαμβωτικό εαυτό του σε μια δική του, παλιά ταινία. Έτσι θα έπρεπε να είναι οι βιογραφίες: να ρισκάρουν για να φωτίζουν. Ακόμα κι αν καψαλίζονται στην πορεία.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0