Συγκινητική ιστορία εσωτερικής αναζήτησης, με κεντρικό πρόσωπο έναν άνδρα με μια τρύπα στην ψυχή του. Ο Στίβεν Ντιλέιν υποδύεται ένα συγγραφέα κλειδωμένο στις φριχτές μνήμες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν σώθηκε από τύχη από έναν Έλληνα αρχαιολόγο στην Πολωνία, τη βραδιά που οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι του και σκότωσαν την οικογένειά του. Ο Άθως (ο Ράντε Σερμπέτζια μιλάει τα καλύτερα ελληνικά που έχουμε ακούσει από ξένο ηθοποιό) ανακαλύπτει τον μικρό Τζέικομπ κάτω από δυο φύλλα μουσαμά στο δάσος, τον φυγαδεύει στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια μετακομίζουν στον Καναδά.

Ο Τζέρεμι Ποντέσουα διασκευάζει το μπεστ σέλερ της Καναδής Αν Μάικλς και χειρίζεται με διακριτικότητα και ποιητική αφαίρεση, όποτε χρειάζεται, ένα θέμα που τον αγγίζει προσωπικά. Μπλέκει το παρόν και το παρελθόν, το ζόφο των γεγονότων που στοίχειωσαν για πάντα την ψυχή του μικρού Τζέικομπ με την ανικανότητά του να ανοιχτεί πραγματικά και να επενδύσει με όλη του την καρδιά σε μια σχέση - ο δεσμός του με την νεότερή του Άλεξ (Ρόζαμουντ Πάικ) σκαλώνει στη φυγόκεντρη τάση του για απομόνωση και ενδοσκόπηση. Τα πλάνα του Ποντέσουα σκαλώνουν με τη σειρά τους στον ψυχρό Στίβεν Ντιλέιν: η τραυματική του απάθεια δεν μεταφράζεται ποτέ σε εξωτερίκευση του τραύματος, μα μένει στην επιφάνεια ενός ανήμπορου, διστακτικού χαρακτήρα.

Στον αντίποδα του Τζέικομπ/Ντιλέιν, ο Σερμπέτζια κινείται με τη γνωστή του ζέση και γενναιόδωρη ενέργεια μεταφέροντας και για τους δυο τους το πατρικό ένστικτο του ανθρωπισμού μπροστά στην ωμή θηριωδία. Ο Τζέικομπ, εγκλωβισμένος στην ανασταλτική αταξία της μνήμης που εμφανίζεται σαν φάντασμα στη ζωή του, βρίσκει την αγάπη στο πρόσωπο της Μικαέλα, της μόνης γυναίκας που κατανοεί βαθιά τον πόνο του και ταυτίζεται σιωπηλά μαζί του. Ο Τζέικομπ ρίχνει τις άμυνες και αφήνεται στις εικόνες που τον σημάδεψαν με φόντο την Ύδρα, την οποία επισκέπτεται σε ένα λυτρωτικό ταξίδι που λύνει τα μάγια και αποτελεί ηλιόλουστη πηγή έμπνευσης.

Η Θέμις Μπαζάκα κάνει μια σύντομη αλλά ουσιαστική εμφάνιση στο ελληνικό φλασμπάκ και ο Νίκος Κυπουργός υπογραμμίζει με το μουσικό του σκορ τα σπασμένα κομμάτια. Ο Ποντέσουα φυσικά προσπαθεί να τα ενώσει, αλλά δεν καταφέρνει πάντα να αντιδράσει με νεύρο και συνοχή στις μεγάλες απαιτήσεις μιας πολλαπλής εσωτερικής και χωροχρονικής αφήγησης.