Γυρισμένο μετά τις Άγριες Φράουλες και την Έβδομη Σφραγίδα, το Κατώφλι της Ζωής είναι ένα από τα παραγνωρισμένα, αν όχι άγνωστα έργα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, παρά τα βραβεία για τη σκηνοθεσία και όλες τις γυναικείες ερμηνείες στο Φεστιβάλ Καννών πριν από 50 χρόνια. Μισό αιώνα πριν, όντως, ο Σουηδός σκηνοθέτης τάραξε τα νερά βάζοντας την κάμερά του σε ένα μαιευτήριο, όχι ακριβώς για να γιορτάσει το θαύμα της ζωής, αλλά για να εξερευνήσει τη γυναικεία ψυχολογία στο δικό της γήπεδο. Έκτρωση, αποβολή, ανύπαντρη μητέρα ήταν έννοιες απαγορευτικές τότε, έστω κι αν τώρα αναγνωρίζουμε πως η θεματική πρόκληση της ταινίας δεν ισχύει με τα σημερινά δεδομένα.

Με μια μικρή απόσταση μόνο από την κοινωνική φόρτιση και με τη γνωστή σκηνοθετική του νοοτροπία, ο Μπέργκμαν εκμαιεύει σεναριακά την εμπλοκή στη γυναικεία φύση με την επικείμενη μητρότητα, και τη σχέση της με τον έξω κόσμο, υποθέτοντας πως ο άντρας είναι η εξωτερική, δεσπόζουσα, με θετικό ή αρνητικό τρόπο, φιγούρα. Οι Άντερσον, Τούλιν και Ντάλμπεκ, μέλη του εκθαμβωτικού του θιάσου (πριν την προσθήκη της Ούλμαν), αποδίδουν εξαιρετικά τις τρεις φάσεις ενός δράματος σε εξέλιξη, συλλαμβάνοντας την ιδιαίτερη κατάσταση της γυναίκας μπροστά στο μεγαλύτερο μυστήριο που την αφορά αποκλειστικά. Και ο Μπέργκμαν, αν κάτι κατάφερε σε αυτή την ταινία, είναι να θεωρήσει τον εαυτό του έναν προνομιούχο επισκέπτη/παρατηρητή σε έναν κόσμο που δεν του ανήκει αλλά τον ενδιαφέρει πολύ.