Κατά τη διάρκεια μιας ταραγμένης καλοκαιρινής σεζόν, δύο εντελώς διαφορετικές γενιές αναμένεται να αλλάξουν η μία την άλλη. Η Λέα, ο Αντριέν και ο μικρός τους αδερφός Τεό, ο οποίος έχει γεννηθεί κωφάλαλος, θα κάνουν φέτος διακοπές στην Προβηγκία μαζί με τον παππού τους, έναν ελαιοπαραγωγό που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν, λόγω μιας οικογενειακής παρεξήγησης. Το συγκεκριμένο πλάνο διακοπών δεν είναι και το αγαπημένο τους. Επιπλέον, η ανακοίνωση του πατέρα τους ότι θα φύγει από το σπίτι μια μέρα πριν ξεκινήσουν οι διακοπές κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Μέσα στις πρώτες 24 ώρες έχει ήδη ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σε παππού και εγγόνια, τα οποία θεωρούν ότι ο αδικαιολόγητα νευρικός παππούς τους έχει εμμονή με τον έλεγχο. Το θυελλώδες παρελθόν του Πολ έρχεται στην επιφάνεια, επαναφέροντας ένα σκηνικό δεκαετίας του '70 με φόντο τις βουνοκορφές των Άλπεων!


Και το συγκεκριμένο σκηνικό, με την παλιοπαρέα των χαρλεάδων babacool (όπως λένε οι Γάλλοι τους χίπηδες από τα '60s), που ξαναβρίσκονται για να θυμηθούν τα παλιά, να λικνιστούν στο πνεύμα της νιότης τους, να τραγουδήσουν Ντίλαν γύρω από τη φωτιά και να ανακαλέσουν το Φεστιβάλ του Γούντστοκ, όπου και παρευρέθηκαν παρακαλώ (!), είναι μία από τις υπερβολές της σκηνοθέτιδος Ροζ Μπος, σε μια δραματική κομεντί που τραβάει τις καταστάσεις από τα μαλλιά για να δώσει έμφαση στην απόσταση που χωρίζει τον τσαντισμένο παππού από τα εγγόνια του – στη μέση, η γλυκιά και συναινετική γιαγιά και ο πολύ χαριτωμένος κωφάλαλος μικρός από τα τρία αδέλφια, ο Τεό, οι σκηνές του οποίου είναι και οι πιο απέριττες, μέσα στη σιωπή τους. Η Μπος ψάχνει τις ευαισθησίες στις δυο γενιές για να εντοπίσει τις συνισταμένες στο χάσμα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ο διαφημιστικός τρόπος που επιλέγει για τη διαδοχή των σκηνών, όσο η σχηματική αντιμετώπιση των χαρακτήρων, ακόμα και του μονοδιάστατου Ρενό, με τον οποίο είχαν γυρίσει μαζί την επιτυχία Η νύχτα που χάθηκαν τ' αστέρια.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε δημιουργήσει, άτυπα αλλά σταθερά, μια νέα κατηγορία ταινιών: τις καλοκαιρινές. Όταν ο τόνος είναι χαλαρός, το πνεύμα νεανικό, το θέμα ερωτικά ανάλαφρο ή ελαφρώς αστείο, το τοπίο ακροθαλάσσιο ή, τέλος πάντων, ηλιόλουστο, η διάθεση θετική και το φινάλε happy, τότε μιλάμε για ένα φιλμ καλοκαιρινό, που συνετό είναι στην Ελλάδα να προβληθεί τους δύσκολους μήνες του θέρους, που ακόμα και σίγουρες επιτυχίες δεν βρίσκουν κοινό, για τους γνωστούς λόγους. Το Καλοκαίρι της Ζωής μας είναι κλασικό τέτοιο παράδειγμα, με τον μαΐστρο, τον άνεμο που συνοδεύεται από λιακάδα, στον τίτλο του, το καλοκαίρι στην ελληνική μετάφραση, τα τοπία μίας από τις εντυπωσιακότερες περιοχές του πλανήτη, δηλαδή της γωνιάς της Προβηγκίας που εκτείνεται από τις Alpilles και τους κάμπους με τους ελαιώνες κάτω από το βουνό και φτάνει ως τις λιμνοθάλασσες της Καμάργκ, ένα παιδί, δύο έφηβους και δύο φωτογενείς γεροχίπηδες, ήλιο, θάλασσα, λίγο φλερτ, ως και άλογα στους αμμόλοφους. Αλλά είναι σαν τους περισσότερους καλοκαιρινούς έρωτες: περνάς καλά όσο κρατάει, αλλά μετά από λίγο συνειδητοποιείς πως δεν έμεινε και τίποτα...