Ο οίκος των Ατρειδών αλλάζει όψη –η αυστηρή νεοκλασική έπαυλη της οικογένειας Μάνον στη Νέα Αγγλία, αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου–, το ζεύγος Κλυταιμνήστρας-Αγαμέμνονα είναι η Κριστίν και ο Έζρα, που δοξασμένος αλλά εξουθενωμένος επιστρέφει από τον δικό του Τρωικό Πόλεμο, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης ονομάζονται πλέον Λαβίνια και Όριν, ενώ ο Άιγισθος, η τελευταία πέτρα σε μια σειρά από σκάνδαλα, είναι ο Άνταμ Μπεργκ, ο εξάδελφός τους, νόθος γιος μιας νοσοκόμας κι ενός ντροπιασμένου προγόνου, που θέλει να πάρει το αίμα της μητέρας του πίσω, πουλώντας έρωτα στη Λαβίνια και κυρίως στην αηδιασμένη από τον σύζυγό της Κριστίν. Ο Ευγένιος Ο'Νιλ έγραψε το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα το 1931, επιχειρώντας μια σύγχρονη εκ νέου αφήγηση και αναψηλάφηση της τριλογίας της Ορέστειας, και πάλι με τρία μέρη, που στην αυθεντική μορφή του θεατρικού διαρκούσαν 6 ώρες – γεγονός που μαζί με το πολυπρόσωπο καστ καθιστούσε ανέκαθεν προβληματικό το ανέβασμα του έργου. Ο Ντάντλεϊ Νίκολς, γνωστός σεναριογράφος του Χόλιγουντ, και ο πρώτος άνθρωπος που αρνήθηκε Όσκαρ, για συνδικαλιστικούς λόγους, προσάρμοσε το έργο σε ένα τρίωρο σενάριο και ανέλαβε τη σκηνοθεσία το 1947, οδηγώντας τους παραγωγούς στη δυσάρεστη, αλλά συνηθισμένη πρακτική της περικοπής/πετσοκόμματος, μετά την αρνητική υποδοχή του κοινού τις πρώτες εβδομάδες προβολής της ταινίας. Δεκαετίες αργότερα, το φιλμ αποκαταστάθηκε στην αρχική του διάρκεια από το TCM του Τεντ Τέρνερ και σε αυτήν τη μορφή, καθώς και σε αποκατεστημένες κόπιες, προβάλλεται πλέον σε επανέκδοση.

 

Ο Ο'Νιλ μετέστρεψε τα κατακλυσμιαία γεγονότα της τραγωδίας σε μια σύγχρονη πλοκή που ερμηνεύει υβριδικά το ανώτερο νόημα, σαν να συγκρούεται ο Αισχύλος με τον Άμλετ με ασύμβατο οπλοστάσιο.

 

Η ξύλινη υποκριτική απόδοση (μια σταθερά που γκρεμίστηκε από τον Ηλία Καζάν στο ξεκίνημα της επόμενης δεκαετίας) και η συνεχής υπενθύμιση του προσκηνίου παραπέμπουν στη θεατρική πηγή, όμως το πρόβλημα της ταινίας, αλλά και του ίδιου του πρωτότυπου έργου, είναι βαθύτερο και, δυστυχώς, ανεπίλυτο. Ο Ο'Νιλ μετέστρεψε τα κατακλυσμιαία γεγονότα της τραγωδίας σε μια σύγχρονη πλοκή που ερμηνεύει υβριδικά το ανώτερο νόημα, σαν να συγκρούεται ο Αισχύλος με τον Άμλετ με ασύμβατο οπλοστάσιο. Και περισσότερο από το πνεύμα της κορυφαίας κατάρας που πέφτει από τους ουρανούς σαν θεία τιμωρία προεξάρχουν η τρέλα και η βία, σε λανθάνουσα μορφή, του Σαίξπηρ, και μάλιστα με μερικές αναφορές που προδίδουν τον δανεισμό. Ως εδώ η προσαρμογή σε μια διαφορετική ιστορία, έστω και με τον διαρκή δανεισμό από την αξεπέραστη πηγή, είναι θεμιτή και οι προσθήκες δείχνουν σκέψη και γνώση, όπως η χρήση, σε κρίσιμες στιγμές, του παραδοσιακού τραγουδιού Shenandoah, ενός ηρωικού, νοσταλγικού άσματος μισεμού με επίκεντρο τον ποταμό Μισούρι για έναν Ινδιάνο αρχηγό κι έναν ναύτη που θέλει να παντρέψει την κόρη του, η οποία περιμένει σπίτι επί επτά χρόνια.

 

Η μοναδική ηθοποιός που πλησιάζει, όσο της δίνεται η δυνατότητα, τον ελληνικό τρόπο είναι η Ελληνίδα της ταινίας, η Κατίνα Παξινού.

 

Όπως και στην Οδύσσεια, το υγρό στοιχείο, ένα θεμελιώδες συμβολικό στοιχείο/όχημα του αποχωρισμού της οικογένειας λόγω του πολέμου, γίνεται ακόμη πιο έντονο στο έργο του Ο'Νιλ και στην ταινία του Νίκολς από την επαναφορά της ιδέας του εξωτικού νησιού, του ονειρικού τόπου που έχει εφεύρει η μάνα/Κριστίν ως παραμύθι για τον γιο της Όριν και μολύνει η ίδια, όταν φαντάζεται τον εαυτό της σε έναν από τους μακρινούς προορισμούς στις Νότιες Θάλασσες μαζί με τον εραστή της Μπραντ και τις υποσχέσεις του, μακριά από τον σύζυγο που σιχαίνεται με όλο της το είναι. Το ίδιο υποθετικό νησί φαντασιώνεται και η Λαβίνια/Ηλέκτρα, στην ανάπαυλα του πένθους της, όταν προβάλλει την εικόνα μιας διαφορετικής γυναίκας, αναλαμβάνοντας προσωρινά τον ρόλο της μητέρας της, στα αισιόδοξα και καθαρά χέρια του εύπιστου αρραβωνιαστικού της Κερκ Ντάγκλας, σε μια προσπάθεια να φύγει μακριά από την οικογενειακή διαπλοκή που τη βαραίνει αμετάκλητα. Το νησί είναι η μήτρα, ειδικά για τον γιο, η απαλλαγή από την αμαρτία, μια πρωτόγονη Εδέμ όπου ο έρωτας δεν είναι απαγορευμένος και το σεξ πυροδοτεί τη ζωή, όπως ακριβώς υποστήριξε ο Φρόιντ. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά το πρόβλημα για το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα: περισσότερο από τις αναφορές του, το έργο είναι μια εφαρμογή της ψυχολογικής ερμηνείας στο απόγειο της επίδρασης της ψυχανάλυσης στην αμερικανική δραματουργία, ακριβώς διότι δεν μπορεί να συλλάβει, πόσο μάλλον να αποδώσει, τη μεταφυσική διάσταση που διάσπαρτα υπονοεί.

 

Η μεγάλη διαφορά του Αισχύλου από τον Ο' Νιλ είναι η ίδια η φύση των χαρακτήρων. Στην τραγωδία, η πράξη εκπορεύεται από τους θεούς, ενώ στο ψυχολογικό δράμα εκ των έσω. Η μοναδική ηθοποιός που πλησιάζει, όσο της δίνεται η δυνατότητα, τον ελληνικό τρόπο είναι η Ελληνίδα της ταινίας, η Κατίνα Παξινού. Το παίξιμό της, ωστόσο, φυσιολογικά φαντάζει παράταιρο σε σχέση με τη «Αμερικανίδα» Λαβίνια της Ρόζαλιντ Ράσελ, η οποία παραλίγο να κερδίσει Όσκαρ – η ιστορία λέει πως το είχε τόσο σίγουρο, που σηκώθηκε από το κάθισμά της με τη φόρα της νικήτριας πριν αναγγελθεί το όνομα της Λορέτα Γιανγκ για τον απείρως πιο ταπεινό, αλλά σίγουρα πιο έντιμο ρόλο της στο Farmer's Daughter, γεγονός που προκάλεσε άσβεστη ντροπή στην καθόλα συμπαθή ηθοποιό, που αδικήθηκε χρόνια αργότερα για το υπέροχο πορτρέτο της ως «Auntie Mame». Ο Μάικλ Ρεντγκρέιβ υποδύεται τον Όριν/Ορέστη με βρετανική ευφράδεια και μια νεραϊδοπαρμένη ελαφράδα, που χάσκει ανάμεσα σε κωμωδία των Ealing Studios και θρίλερ του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ενώ ο Μπραντ/Αίγισθος μοιάζει να βγήκε από ένα τυπικό νουάρ των '40s. Σε αυτό το αξιοπρεπές συνονθύλευμα, ένα κλασικό παράδειγμα του τι εννοούσαν τότε τα στούντιο ως παραγωγή με πρεστίζ, η κραυγή live της Παξινού, αμέσως μετά από ένα ακόμη κακό μαντάτο, παραμένει ο πιο αυθεντικός αντίλαλος μιας μεγάλης τραγωδίας που ξεπερνά τον άνθρωπο, και όχι, όπως θέλει ο Ο'Νιλ και ο Νίκολς, στους οποίους οι Θεοί του Δράματος δεν ψιθύρισαν το πραγματικό νόημα, ένα νήμα ασαφούς μυστηρίου, με αμαρτωλές υπόνοιες αιμομιξίας, ψυχολογικές αντιστροφές ρόλων και πυροβολισμούς που κουκουλώνουν τη λύτρωση.