Όταν ρωτήθηκε ο επικεφαλής των γερμανικών αστυνομικών δυνάμεων, που στην ταινία το Σύμπλεγμα Μπάαντερ Μάινχοφ υποδύεται ο Μπρούνο Γκαντζ, πού αποδίδει τη συνέχεια των επιχειρήσεων της οργάνωσης από θιασώτες που ανέλαβαν μετά το θάνατο των ιδρυτικών μελών, εκείνος απάντησε: «λόγω του μύθου τους». Μετά τα Γόμορρα, βλέπουμε την ίδια εβδομάδα στις αθηναϊκές αίθουσες ένα δεύτερο μύθο στο σκαμνί ενός σκηνοθέτη. Αντίθετα από τον Γκαρόνε, ο βετεράνος Ούλι Έντελ, που θυμόμαστε από το Last Exit to Brooklynκαι το πεποιημένο Body of Evidence, δεν δημιουργεί ακραιφνή σκηνοθετική ατμόσφαιρα βασιζόμενος πάνω στα αποκαΐδια ενός αχρείου οργανισμού εγκλήματος.

Αν η Καμόρα εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη ανέχεια, η Red Army Fraction, ή όπως είναι γνωστότερη Baader Meinhof, αντέδρασε βίαια σκεπτόμενη αριστερά και αναρχικά και δεν πρόλαβε να γίνει κατεστημένο - όπως είναι γνωστό, διαλύθηκε επισήμως πριν από μερικά χρόνια, έχοντας χάσει τη φλογερή ικμάδα και τη φονική της αποτελεσματικότητα. Πρώτα πρόλαβε να περάσει από τα στάδια της εκρηκτικής εφηβείας και της επιθετικότατης ενηλικίωσης: Αρχικά αντιδρώντας στη γενιά των ναζί πατεράδων της, στη συνέχεια με την ευφορία της αυτοπεποίθησης που της έδωσε η μέθη της κομμούνας και της συλλογικής πάλης, και, όταν έφτασε στο απόγειο, με την απατηλή φόρα του ανίκητου αντι-εξουσιαστή.

Ακολουθώντας τα κελεύσματα της εποχής, τα μέλη της, με επικεφαλής τον Αντρέας Μπάαντερ και τη φίλη του Γκούντρουν Ένσλιν, αλλά και τους Ράσπε και Μονχάουπτ, οργανώθηκαν σε αντάρτικο ολκής, επιχειρώντας να ανατρέψουν τη συμμαχία των γερμανικών κυβερνήσεων με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στο Βιετνάμ. Η δράση τους ήταν αιματηρή και, αντίθετα από το αρχικό σχέδιο, έπληξαν αθώους πολίτες. Με συντονισμένες προσπάθειες πιάστηκαν στη φάκα και πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου όταν φυλακίστηκαν σταδιακά και αυτοκτονούσαν μαζικά στη φυλακή επειδή είδαν πως το τέλος πλησιάζει άδοξα, προκαλώντας όργιο φημών και θεωριών συνωμοσίας περί ενορχηστρωμένα συγκαλυμμένης δολοφονίας τους από τη διοίκηση της Βόννης που τα βρήκε σκούρα όταν έφτασε η στιγμή να διαπραγματευτεί την απελευθέρωσή τους με Άραβες τρομοκράτες - ποιος είπε πως η περίοδος ‘75-‘80 δεν ήταν περίπλοκη και μπαρουτιασμένη;

Όπως και το Γόμορρα, ούτε κι αυτή η ταινία προσεγγίζει τη λογική του ντοκιμαντέρ, αν και η φροντίδα του Έντελ στη λεπτομέρεια της αναπαράστασης και του στίγματος της εποχής δείχνει πως απευθύνεται σε ένα νεανικό κοινό που δεν μπορεί να έχει ιστορική μνήμη. Τη δημιουργεί λοιπόν χωρίς να δίνει δίκιο σε κάποια από τις δυο πλευρές. Σαφώς οι επαναστάτες έχουν με το μέρος τους την ευγένεια του σκοπού τους. Η πράξη όμως δεν τους δικαιώνει, όσο κι αν ένας ευαισθητοποιημένος πολίτης, βλέποντας την ταινία, νιώθει να βράζει με την κλιμάκωση ενός αστυνομικού κράτους χτισμένου στα ερείπια του ένοχου παρελθόντος του. Οι αντάρτες, εκτός από χίπηδες μικροί Τσε, ήταν και λίγο αλήτες και παρορμητικοί, αλλά και οι αστυνομικές δυνάμεις δεν ήταν και τόσο χαζές όσο θέλουμε να νομίζουμε.

Το Σύμπλεγμα Baader Meinhofανήκει κι αυτό στη σειρά των διορθωτικών κινήσεων του νέου γερμανικού σινεμά, που επιδίδεται συστηματικά στην εξέταση των ιστορικών παραμέτρων που έσπειραν μικρές ή μεγάλες θηριωδίες (πείτε τις ανωμαλίες στην ήσυχη ροή του πολιτεύματος αν προτιμάτε), αλλά με στοχασμό και ψυχραιμία. Ο Έντελ κατανοεί και τις δυο πλευρές. Κυρίως επιθυμεί να απομυθοποιήσει την οργάνωση και να διανύσει, μέσα σε 140 δυναμικά και γρήγορα λεπτά αφήγησης και δράσης, τα γενεσιουργά αίτια της εκκίνησης μέχρι την αυτό-αποκαθήλωση στο μοναχικό φινάλε, χωρίς να κατηγορεί ή να πριμοδοτεί.

Η Εθνική ηθοποιών Γερμανίας πρωταγωνιστεί με πάθος και επαγγελματισμό και η έξοχη Μαρτίνα Γκέντεκ από τις Ζωές των Άλλων αποδίδει την ψυχή της οργάνωσης στο ρόλο του ρυθμιστή της, της Ουλρίκε Μάινχοφ, της γυναίκας που απαρνήθηκε τα παιδιά της και τη θεωρητική της αντίσταση από το πόστο της στρατευμένης δημοσιογραφίας, διασχίζοντας το Ρουβίκωνα, για να χάσει το μυαλό της, τους φίλους και συναγωνιστές της αλλά και την αγνότητα των ιδανικών της. Ένας σπουδαίος και τραγικός χαρακτήρας σε μια ταινία που διαθέτει πολύ ζουμί παρά την μπαρόκ περιγραφικότητά της.