Ακολουθώντας και πάλι την αφηγηματική δομή ενός κινηματογραφικού αινίγματος, όπως και στο ντεμπούτο του, στο Luton, ο Μιχάλης Κωνσταντάτος φτιάχνει μια ταινία λιγότερο «παράξενη» και αποσπασματική, αν και εξίσου επιμελημένη στο ύφος και τις λεπτομέρειες.

 

Ωστόσο, τα Μικρά όμορφα άλογα, η ιστορία μιας πυρηνικής οικογένειας που ζει λαθραία σε μια πολυτελή βίλα μακριά από την Αθήνα (και τα αδιάκριτα βλέμματα), αναπτύσσονται με απειλητικές διαθέσεις που υποδηλώνονται από τη μουσική και τη διεύθυνση των ηθοποιών (ακριβέστατοι οι Αργυροπούλου και Λάλος, υπαινίσσονται συνεχώς μια ανεπανόρθωτη απώλεια ανάμεσα στους διαλόγους τους) και υπολείπονται σημαντικά στην κάθαρση, όσο περισσότερο εισχωρούν στην τρίτη πράξη.

 

Οι σκηνές της τυχαίας συνάντησης του οικονομικά αποδεκατισμένου και κοινωνικά ντροπιασμένου ζευγαριού με τους γνωστούς τους από την «παλιά» ζωή είναι οι πιο ενδιαφέρουσες.