Τα πολυτελή παθήματα πλούσιων ή/και όμορφων ανάμεσα στον έρωτα και την περιπέτεια είναι ο ορισμός του παλιού καλού screwball, ένα είδος που ευδοκίμησε κυρίως στο σινεμά του ’30 και του ’40, σοφιστικέ κομεντί παρεξηγήσεων και συχνά ακραίου, σαρκαστικού χιούμορ που η Χαμένη Πόλη επιχειρεί να αναβιώσει, όπως ακριβώς είχε κάνει, πολύ επιτυχημένα, ο ανώτερος μέντοράς του, το Κυνηγώντας το πράσινο διαμάντι με τον Μάικλ Ντάγκλας και την Καθλίν Τέρνερ.

Εδώ, ο κοστουμαρισμένος κακός με τα πατρικά απωθημένα Ντάνιελ Ράντκλιφ κυνηγά το κόκκινο στέμμα ενός αρχαίου πολιτισμού (για να τους δείξει αυτός…) και επειδή δεν βρίσκει κανέναν επιστήμονα να τον βοηθήσει, προσκαλεί με το ζόρι σε ένα νησί της Καραϊβικής που ήδη έχει οργώσει με τις ανασκαφές του μια χήρα, προσβλητική, μοναχική και δύστροπη συγγραφέα ερωτικο-εξωτικών διηγημάτων (τη Σάντρα Μπούλοκ).

Ο Ντας όνομα και πράμα, ο κοκορόμυαλος άνδρας (Τέιτουμ) που ποζάρει στα εξώφυλλα των βιβλίων της, έχει βαλθεί να τη σώσει, και επειδή δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, ζητά τη βοήθεια του γκουρού του ‒ απολαυστικό το ζουμερό cameo του Μπραντ Πιτ που πετάγεται και στη μετα-σκηνούλα των τίτλων.

Η Χαμένη Πόλη είναι αυτό που είναι: μια εξωφρενική περιπέτεια που κρύβει τον έρωτα του ζευγαριού και αποκαλύπτει σταδιακά τη χημεία του. Η Μπούλοκ είναι εγνωσμένης απόδοσης κωμικός, αν και εδώ επαναλαμβάνεται σε μια παράσταση ανθολογίας, κάτι ανάμεσα στο Μις με το Ζόρι και την Πρόταση, ενώ ο Τέιτουμ ξεχωρίζει, καθώς από τη μέση της ταινίας κι έπειτα σώζει τη δράση που εκτυλίσσεται σε ψηφιακά φόντα, υιοθετώντας το πνεύμα του Μπραντ Πιτ στη φωνή, τον ιπποτισμό και το βλέμμα ‒ το κάνει ανεπαίσθητα και αστεία, χωρίς να γελοιοποιεί την ενηλικίωση του χαρακτήρα του.

Πάντως, σε σχέση με τις περιπέτειες που ξορκίζουν τη βία με ατακαδόρικες πλάκες, σαφώς προτιμότερη η ανώδυνη ρομαντζάδα σε τόπους μακρινούς και green screen ονειρεμένους.