Με μια διασκευή Παπαδιαμάντη, που ανήκει στις αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής φιλμογραφίας μέσα στα ’00s, και το άρτιο πορτρέτο Κωστής Παπαγιώργης: Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος στο ενεργητικό της, η Ελένη Αλεξανδράκη επιστρέφει στο σινεμά τεκμηρίωσης για να αφηγηθεί τις ιστορίες επτά παιδιών που, χωρίς να φταίνε τα ίδια, ξεριζώθηκαν από το περιβάλλον τους. Πιο σωστά, αφήνει τα ίδια τα παιδιά ή τουλάχιστον τα έξι από αυτά –θα έρθουμε και σε αυτό‒ να αφηγηθούν τις εμπειρίες τους ως ενήλικες. Με ομιλούσες κεφαλές, αφήγηση που δεν αφήνει πάντα την αίσθηση μιας αιτιοκρατίας και το ατυχές εύρημα της… λεύκανσης μέρους του κάδρου στις εξομολογήσεις μέσω υπολογιστή, που στα χαρτιά πρέπει να έμοιαζε πιο καλαίσθητο απ’ όσο στην πράξη, αντιλαμβάνεσαι νωρίς ότι το αυστηρώς εννοούμενο κινηματογραφικό ενδιαφέρον του εγχειρήματος θα είναι ελάχιστο.

 

Από την άλλη, στις ταινίες τεκμηρίωσης, αν το θέμα είναι ενδιαφέρον και η διαχείρισή του ορθολογική, δηλαδή με επιχειρηματολογία και αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα σε γεγονότα, αποτελέσματα και συμπεράσματα, η πλημμελής κινηματογραφικότητα μπορεί να παραβλεφθεί. Δεν έχουν όλοι οι ομιλητές στο ντοκιμαντέρ την ίδια ευφράδεια, αλλά οι εξομολογήσεις και των έξι αφενός φανερώνουν ότι όλα τα ξεριζωμένα παιδιά βρίσκονται ενωμένα σε μια ευθεία, οριζόντια γραμμή και αφετέρου μαρτυρούν την ανάγκη τους να ξαναβρούν ένα σημείο επαφής με τις ρίζες τους.

 

Δεν αναφερόμαστε τυχαία σε έξι παιδιά και όχι σε επτά, παρά το γεγονός ότι ακολουθούμε επτά κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Η σκηνοθέτιδα έχει προσθέσει στην αφήγηση ένα έβδομο παιδί που έμεινε στο σπίτι του κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown. Αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά ήδη από την εισαγωγή, όπου η δημιουργός καθοδηγεί το παιδί με στοχευμένες ερωτήσεις για να πει συγκεκριμένα πράγματα στον φακό και ξεφεύγει από τη στοιχειώδη αντικειμενικότητα και την ακεραιότητα που οφείλει να έχει ένας ντοκιμαντερίστας κατά την προσέγγιση των υποκειμένων του ντοκιμαντέρ του, θυμίζοντας τις μεθόδους του Μάικλ Μουρ.

 

Δυστυχώς, στο πλαίσιο μιας (αχρείαστης και ανεξήγητης) σύνδεσης με την επικαιρότητα, η δημιουργός εξισώνει τις (σε κάποιες περιπτώσεις φρικιαστικές) εμπειρίες των υπολοίπων παιδιών με το μικρό συγκριτικά χρονικό διάστημα που πέρασαν οι μαθητές στο σπίτι κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας και δεν σταματά εκεί, αλλά φαίνεται να αναγνωρίζει ανάλογες πολιτικές σκοπιμότητες και να εξισώνει π.χ. τις πρακτικές του καθεστώτος Φράνκο και μείζονες τραυματικές εμπειρίες –το «παιδί» του γαλλικού νησιού Ρεϊνιόν κάνει λόγο ακόμα και για βιασμούς άλλων παιδιών‒ με όσα βίωσαν τα παιδιά λόγω Covid-19 και της πρόσκαιρης απομάκρυνσής τους από το σχολικό περιβάλλον στο πλαίσιο των μέτρων που ελήφθησαν υπό την απειλή μιας πρωτοφανούς για τον εικοστό πρώτο αιώνα και αποδεδειγμένα φονικής επιδημιολογικής συγκυρίας. Στα μάτια μας αυτό ξεπερνά τα όρια της δυσαναλογίας και κινείται σε εκείνα της αυθαιρεσίας, αφήνοντας, τελικά, αλγεινή εντύπωση όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, παρά τις όποιες καλές προθέσεις.